ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΚΥΚΛΟΣ

Μια σύντομη ιστορία του Φωτογραφικού Κύκλου

(από τον Πλάτωνα Ριβέλλη)

Studio Quark

Το 1981 σε ένα υπόγειο 80 τ.μ. στην οδό Αραχώβης, ανάμεσα στη Χαριλάου Τρικούπη και στη Μαυρομιχάλη, διαμόρφωσα και εξόπλισα έναν σκοτεινό θάλαμο και έναν χώρο για προβολές και φωτογραφίσεις. Εκεί βρήκε θέση και η φωτογραφική μου βιβλιοθήκη που είχα ξεκινήσει το 1977, χρονιά που αγόρασα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή και έφτιαξα τον πρώτο μου θάλαμο στο σπίτι. Τα φωτογραφικά μου σεμινάρια ξεκίνησαν σε αυτό το υπόγειο που ονόμασα Studio Quark. Η πινακίδα υπάρχει ακόμη.

Το κατάστημα Φωτοχώρος

Το 1983 πέρασα μερικούς μήνες στην Αμερική μελετώντας φωτογραφία και με την επιστροφή μου εγκατέλειψα το επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο προσπάθησα να αντικαταστήσω ανοίγοντας ένα κατάστημα φωτογραφικών ειδών, τον «Φωτοχώρο», στην οδό Τσακάλωφ 44 στο Κολωνάκι. Ο «Φωτοχώρος» έκλεισε οριστικά το 1990, όταν αποφάσισα να ζω αποκλειστικά από τη διδασκαλία της φωτογραφίας.

Ίδρυση του Φωτογραφικού Κύκλου

Η διδακτική μου δραστηριότητα είχε ξεκινήσει διστακτικά έναν χρόνο πριν το Studio Quark, στο δικηγορικό μου γραφείο με μαθήτριες λίγες φίλες μου. Από την επόμενη όμως χρονιά πολύ γρήγορα επεκτάθηκε σε διάφορες ομάδες, σε σχολεία και πανεπιστήμια, ενώ συνέχιζαν τα τμήματα στην Αραχώβης (Studio Quark). Η «φουρνιά» των μαθητών του 1987-88 με έσπρωξε να συστήσουμε ένα σωματείο, ώστε να διατηρηθεί η επαφή μας και μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου. Αυτή η σκέψη ενισχύθηκε από τη συρρίκνωση του φωτογραφικού μαγαζιού στην οδό Τσακάλωφ, του «Φωτοχώρου», το οποίο περιορίστηκε στο μικρό παρακείμενο κατάστημα και άφησε ελεύθερο τον μεγάλο γωνιακό χώρο (Τσακάλωφ και Λυκαβηττού), όπου εγκαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1988 ο «Φωτογραφικός Κύκλος».

Η αρχική σκέψη κατά την ίδρυση του «Φωτογραφικού Κύκλου» ήταν να συγκεντρωθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός φωτογράφων που να μοιράζονται έναν πλήρως εξοπλισμένο και πολύ μεγάλο σκοτεινό θάλαμο, μια σημαντική φωτογραφική βιβλιοθήκη και ένα ευχάριστο εντευκτήριο. Πέρα από τα σεμινάρια δεν είχαν αρχικά προγραμματιστεί άλλες εκδηλώσεις. Η μέσω του «Φωτοχώρου» γνωριμία μου με τους περισσότερους επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους κατέληξε στην εγγραφή στο σωματείο ενός πάρα πολύ μεγάλου αριθμού μελών, τους οποίους όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν συνέδεε καμία κοινή καλλιτεχνική άποψη. Συνειδητοποίησα έτσι ότι για να έχει κάποια αξία ως σωματείο ο «Κύκλος», μια και δεν ήταν ένα συνδικαλιστικό όργανο που υπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα, θα έπρεπε να υπηρετεί μια ιδέα και να εκφράζει μια άποψη. Και αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη που εκφραζόταν και υποστηριζόταν από εμένα μέσα από τα σεμινάριά μου. Δηλαδή η «ερασιτεχνική» και «καλλιτεχνική» προσέγγιση μιας «απλής» φωτογραφίας.

Σεμινάρια

Μετά το Studio Quark, από το 1988 μέχρι το 1990, μέσα στον γωνιακό χώρο του «Κύκλου» (150 τ.μ.) δίδασκα το εισαγωγικό (ή βασικό) σεμινάριό μου (πάντα κάθε Τετάρτη), το οποία μέχρι το 2000 κάλυπτε ένα τετράμηνο και γινόταν δύο φορές τον χρόνο με έναρξη τον Οκτώβριο και τον Φεβρουάριο. Στους τοίχους του εντευκτηρίου αναρτούσαμε φωτογραφίες μελών. Όταν το 1990 έκλεισε το κατάστημα ο ελεύθερος πλέον μικρός χώρος ενώθηκε με τον υπόλοιπο «Κύκλο» και μετατράπηκε σε εκθεσιακό, ενώ κάθε Τετάρτη φιλοξενούσε και το βασικό σεμινάριό μου. Από το 1996, μετά την ίδρυση του καφενείου μας, τα σεμινάρια μετακόμισαν πάλι στον μεγάλο χώρο. Από το 2001 τα σεμινάρια έγιναν οκτάμηνης διάρκειας και από το 2003 μετακόμισαν στο Μουσείο Μπενάκη, όπου διεξάγονται μέχρι σήμερα.

Το 1987 εγκαινιάστηκαν τα καλοκαιρινά («προχωρημένα») σεμινάρια Φωτογράφισης και Κριτικής, τα οποία ξεκίνησαν στην Πάρο, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, επανέκαμψαν στην Πάρο και κατέληξαν από το 1999 στη Σύρο, όπου γίνονται και σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν στα εισαγωγικά φωτογραφικά σεμινάρια, τα σεμινάρια Φωτογραφικής Κριτικής, Δημιουργίας Portfolio και Lightroom.

Σημαντική προσθήκη ήταν τα σεμινάρια που αφορούν τον κινηματογράφο. Παρουσιάσεις σκηνοθετών, Αναλύσεις ταινιών, Θεματικές σειρές διαλέξεων για κινηματογράφο και φωτογραφία, Τετραήμερα αφιερώματα σε σκηνοθέτες.

Έγιναν κατά καιρούς προσπάθειες να διοργανωθούν και άλλα σεμινάρια, όπως ιστορίας τέχνης, ζωγραφικής, ποίησης, φωτογραφίας στούντιο κλπ. με σχετική επιτυχία, αλλά όχι και διάρκεια.
Αναλυτικές περιγραφές και προγράμματα όλων των σεμιναρίων που παραδίδω στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Φωτογραφικού Κύκλου μπορεί κανείς να βρει στο προσωπικό μου site (www.rivellis.gr).

Σκοτεινός θάλαμος - Βιβλιοθήκη

Στον «Φωτογραφικό Κύκλο» της Τσακάλωφ είχε στηθεί ένας πλήρης σκοτεινός θάλαμος με δώδεκα μεγεθυντήρες για όλα τα μεγέθη αρνητικών και με τα αντίστοιχα εξαρτήματα, όλα state of the art. Ο θάλαμος καταργήθηκε το 2005 με την επικράτηση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Το εντευκτήριο φιλοξενούσε τη μεγάλη φωτογραφική βιβλιοθήκη (4.000 βιβλία), η οποία το 2008 δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη.

Εκδόσεις

Το 1989 εκδόθηκε η πρώτη μικρή συλλογή φωτογραφιών μελών του «Κύκλου» από τον εκδοτικό οίκο του Σταύρου Μωρεσόπουλου (Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας) και αμέσως μετά μια πολύ μεγαλύτερη συλλογή από τις εκδόσεις «Γνώση». Ακολούθησε η έκδοση έξι μικρών μονογραφιών και λίγο μετά εκδόθηκαν τα 34 βιβλιαράκια της Μικρής Σειράς των «Εκδόσεων Φωτοχώρος» (οι εκδόσεις είχαν πλέον υιοθετήσει το χηρεύον όνομα του καταστήματος). Όλα αυτά τα βιβλία κάλυπταν το κόστος τους από χρήματα που κατέβαλε ο κάθε φωτογράφος. Επίσης, τυπώθηκαν έξι φύλλα μιας φωτογραφικής εφημερίδας («Φωτογραφικός Κύκλος»), και δεκατρία τεύχη ενός φωτογραφικού περιοδικού («Φωτοχώρος»). Στα χρόνια αυτά οι «Εκδόσεις Φωτοχώρος» εξέδωσαν και όλα τα θεωρητικά συγγράμματά μου, καθώς και τα λευκώματα με φωτογραφίες μου. Τα τελευταία χρόνια ο «Κύκλος» επιδεικνύει πάλι μια εκδοτική δραστηριότητα. Κυκλοφόρησε ένα ογκωδέστατο βιβλίο με 1.100 φωτογραφίες μελών και ξεκίνησε μια Νέα Μικρή Σειρά με δεκαεννέα τίτλους.

Το καφενείο

Στον Κύκλο υπήρχε από την ίδρυσή του ένα μικρό μπαράκι για χρήση των μελών. Από το 1996 το μπαράκι μετατράπηκε σε νόμιμο και μόνιμο καφενείο με το όνομα (και πάλι) «Φωτοχώρος» και κατέλαβε τον μικρό χώρο των 25 τ.μ. που αποτελεί και σήμερα την τυπική έδρα του Κύκλου. Στους τοίχους του καφενείου συνέχισαν να φιλοξενούνται εκθέσεις, με ρυθμό μία τον μήνα, μέχρι το κλείσιμό του το 2002.

Εκθέσεις

Οι ομαδικές εκθέσεις μας ξεκίνησαν στις αρχές του 1990 με δύο διαδοχικές και πολύ μεγάλες εκθέσεις (60 φωτογράφοι με 10 φωτογραφίες ο καθένας) στην Αθήνα, στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) που μεταφέρθηκαν στη συνέχεια και οι δύο στον Μύλο της Θεσσαλονίκης καλύπτοντας και τους τέσσερις ορόφους του βασικού του κτιρίου. Έκτοτε έχουν γίνει πάρα πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις τόσο στην Τσακάλωφ, όσο και στο Μουσείο Μπενάκη, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στο Σπίτι της Κύπρου, στο Booze, στο Box και αλλού, αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της περιφέρειας. Παράλληλα έγιναν πολλές ατομικές εκθέσεις στον μικρό «Φωτοχώρο» (ονομασία του καφενείου και του μικρού εκθεσιακού μας χώρου).

Οι Πέμπτες

Το 1990 ξεκίνησαν οι παρουσιάσεις της Πέμπτης (με θεατές που συνωστίζονταν ακόμα και έξω από το παράθυρο της Τσακάλωφ). Στη διάρκειά τους παρουσίαζα το φωτογραφικό έργο μερικών μελών. Οι παρουσιάσεις αυτές αποδείχτηκαν από τις πιο πετυχημένες δραστηριότητες του σωματείου μας και συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε διάφορους χώρους.

Το Μουσείο Μπενάκη

Το 2003 αποφάσισα να μεταφέρω τα σεμινάριά μου στο Μουσείο Μπενάκη (του Κολωνακίου). Από το 2005 μετακόμισαν στο Μπενάκη της οδού Πειραιώς και οι παρουσιάσεις της Πέμπτης, οι οποίες όμως από το τέλος του 2018 μεταφέρονται στο αμφιθέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Από το 2007 η έδρα του Κύκλου περιορίστηκε στη μικρή αίθουσα της οδού Τσακάλωφ (πρώην καφενείο-εκθεσιακός χώρος), δεδομένου ότι όλες οι δραστηριότητες είχαν μεταφερθεί στο Μουσείο Μπενάκη που μας φιλοξενούσε, ενώ παράλληλα είχε καταργηθεί ο σκοτεινός θάλαμος.
Μετά την αλλαγή αυτή ήταν αναπόφευκτο να προκύψει η σκέψη για την τύχη της μεγάλης φωτογραφικής μας βιβλιοθήκης (4.000 βιβλία) και εξίσου λογικό να τη δωρίσουμε στο Μουσείο Μπενάκη. Η δωρεά της βιβλιοθήκης εξασφάλιζε τη διαφύλαξή της και την προσβασιμότητά της. Δεν ευελπιστώ πλέον (λόγω των χαλεπών καιρών) για την ανανέωσή της, αλλά κάποτε θα γίνει και αυτό.

Το σήμερα

Η κατάσταση του «Κύκλου» σήμερα παρουσιάζεται καλύτερη από τη μεταβατική περίοδο της μετακόμισής του στο Μπενάκη. Τα μέλη του υπερβαίνουν σταθερά τα 200 (στην καλύτερη εποχή όλων των χρόνων πλησίασε προς στιγμήν τα 400, αλλά είχε κατέβει και στα 100). Η εισφορά βρίσκεται στο συμβολικό επίπεδο των 50 ευρώ ετησίως. Έχουν γραφτεί μέλη αρκετοί (και πολύ καλοί) φωτογράφοι από πόλεις της περιφέρειας. Το μόνο που λείπει σε σχέση με τον παλαιό «Κύκλο» είναι το μεγάλο εντευκτήριο. Αλλά και αυτό δεν είναι σίγουρο ότι σήμερα θα είχε την ίδια σημασία. Η απουσία βιβλιοθήκης και θαλάμου δεν ευνοεί συγκέντρωση μελών, ενώ η σχέση του φωτογράφου πλέον με τον υπολογιστή τον έκανε πιο μονήρη και λιγότερο κοινωνικοποιημένο. Σημασία έχουν οι δραστηριότητες των μελών (εκθέσεις, εκδόσεις, σεμινάρια) και η επικοινωνία τους μέσω ειδικών συναντήσεων ή μέσω ψηφιακών μέσων.

Λόγοι συμμετοχής

Κατά καιρούς, είναι αλήθεια, ότι αναρωτιόμουν αν πολλά από τα μέλη μας ήξεραν για ποιο λόγο ήταν μέλη ή αν αυτός ο λόγος ήταν ο σωστός. Άλλοι ήταν εκεί για να μιλούν μαζί μου και για να βλέπω φωτογραφίες τους (και αυτό δεν είναι σωστό γιατί αυτές τις δύο δραστηριότητες δεν τις περιορίζω στα μέλη). Άλλοι για να παίρνουν μέρος στις εκθέσεις (αλλά ούτε αυτό είναι σωστό διότι δεν παίρνουν πάντοτε μέρος όλοι). Τι είναι αυτό που δικαιώνει επομένως τη συνύπαρξη των μελών; Νομίζω ότι η απάντηση είναι μία: οι κοινές φωτογραφικές και καλλιτεχνικές απόψεις και η κοινή αγάπη για τη φωτογραφία. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν τα σημερινά μέλη διαβάσουν το «Μικρό Μανιφέστο του Φωτογραφικού Κύκλου» που έγραψα πριν από πολλά χρόνια, μάλλον θα συμφωνήσουν, αν όχι σε όλα, οπωσδήποτε στα περισσότερα. Το άκρως θετικό είναι ότι, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, μπορώ να δηλώσω πως σήμερα στον «Κύκλο» γίνεται η καλύτερη φωτογραφία που γινόταν ποτέ σε αυτόν και πως η αναλογία καλών φωτογράφων προς αριθμό μελών είναι η υψηλότερη από ποτέ. Αυτό και μόνον αρκεί για να μας ενθουσιάσει. Επομένως η συμμετοχή κάποιου στον «Κύκλο» έχει τελικά το νόημα ότι συμμετέχει σε μια καλλιτεχνική παρέα επειδή αυτή υπάρχει, επειδή αξίζει να υπάρχει και πρέπει να την ενισχύσουμε να υπάρχει για αυτό που εκφράζει, άσχετα από το αν ο καθένας μας είναι ή δεν είναι σπουδαίος φωτογράφος.

Μετά την πανδημία

Και εκεί που νόμιζα ότι δεν θα μπαίναμε σε άλλες περιπέτειες, ήρθε η πανδημία του covid και μας αποκάλυψε έναν νέο κόσμο. Αυτόν της γενικευμένης διαδικτυακής επικοινωνίας, η οποία ήρθε για να μείνει. Ο επί δύο χρόνια περιορισμός μας με τη Νανά Καραμαγκιώλη στο σπίτι μας της Σύρου και η οριστική αποχώρηση από την Αθήνα συνοδεύτηκε με απρόσμενες θετικές καινοτομίες. Σε απίστευτα σύντομο διάστημα ζήσαμε δύο θαύματα. Το πρώτο είναι η προσαρμογή μας στις νέες συνήθειες. Οργανώθηκα και εξοπλίστηκα ταχύτατα για διαδικτυακές συνδέσεις (σεμινάρια, διαλέξεις, προβολές, συναντήσεις) που ξεκίνησαν από τις αρχές του 2020 και συνεχίζουν. Το δεύτερο θαύμα-έκπληξη είναι ότι άπαντες εξοικειώθηκαν και εξοπλίστηκαν εξίσου γρήγορα με αποτέλεσμα τα σεμινάρια και οι συναντήσεις να συνεχίσουν απρόσκοπτα. Συνέπεια των διαδικτυακών συναντήσεων ήταν το ευτυχέστατο γεγονός να προστεθεί στους ακροατές και μαθητές σημαντικός αριθμός μόνιμων κατοίκων της περιφέρειας και του εξωτερικού. Την ώρα που γράφω αυτό το συμπληρωματικό κεφάλαιο της ιστορίας του Κύκλου η πανδημία βρίσκεται (το ελπίζουμε τουλάχιστον) στο τέλος της. Από δω και μπρος όμως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Δειλά-δειλά ξεκίνησαν και πάλι οι εκθέσεις, αλλά τα σεμινάρια ακόμα και όταν μπορέσουν να γίνουν με ζωντανή παρουσία θα έχουν πάντα και διαδικτυακή μετάδοση, ώστε να μην εγκαταλείψουμε τους φίλους που μας γνώρισαν και μας εμπιστεύτηκαν. Για να πεισθεί όμως το κοινό να μετακινηθεί για τη ζωντανή παρακολούθηση θα πρέπει να διοργανώνονται συναντήσεις και σεμινάρια, εκτός από την πρωτεύουσα, και σε ποικίλους διαφορετικούς τόπους κοντά σε νέα μέλη μας στην περιφέρεια. Όλα αυτά μας κάνουν να αναγνωρίσουμε για άλλη μια φορά ότι η ζωή δεν θα πάψει να μας εκπλήσσει.

 


 

Η συνέχεια μέσα στον χρόνο

Δυο επιστολές του Πλ. Ριβέλλη στα μέλη σχετικά με την ταυτότητα του Κύκλου

 

H ουσιαστική Ταυτότητα του Κύκλου

 

 

Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Προς τα μέλη του Φωτογραφικού Κύκλου

Σύρος, 14-9-18

Θέμα: Η ουσιαστική ταυτότητα του Κύκλου

Αγαπητοί φίλοι,

Με κάθε νέα κοινή μας δραστηριότητα, με κάθε μικρή αναταραχή από σχετικά ασήμαντες συμπεριφορές όλων μας, αλλά και μέσα από τις πολλές σκέψεις που φέρνει η καλοκαιρινή απραξία προσπαθώ να ξεκαθαρίσω και να ορίσω τόσο για τον εαυτό μου όσο και για χάρη σας την ουσία της ύπαρξης του Κύκλου και να δικαιολογήσω τη δουλειά που κάνω, τη συναδελφικότητα που νιώθω και τη δική σας φιλικά παρουσία. Για μερικούς όλα αυτά ακούγονται (και ίσως να είναι) περιττά. Δεν βλάπτει όμως μια ανανέωση του προβληματισμού. Σας στέλνω λοιπόν μια νέα (πάντα φλύαρη) επιστολή με τη μορφή άρθρου και με θέμα την ουσία της ταυτότητας του Κύκλου, η οποία επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ο Κύκλος υπάρχει, γιατί κάποιοι συμμετέχουμε, αλλά και γιατί πρέπει κάποτε μερικοί να αποχωρούν. Είμαι όπως πάντα ανοικτός στα σχόλια σας. 

Δεν πρόκειται για Ομάδα Φίλων της Φωτογραφίας

Ο Κύκλος δεν είναι μια απλή φωτογραφική ομάδα που συγκεντρώνει «φίλους της φωτογραφίας», όπως συμβαίνει με τόσες ομάδες της περιφέρειας. Ανάμεσα μας δεν υπάρχουν επαγγελματίες φωτογράφοι (διαφημιστές, μοδάτοι, ή ρεπόρτερ). Δεν υπάρχουν μανιακοί της τεχνικής που συναγωνίζονται στην απόκτηση περίεργων φακών. Και φυσικά δεν υπάρχουν εννοιακοί των γκαλερί, φανατικοί των πολιτικών μηνυμάτων ή φωτογράφοι της Κυριακής. Αλλά και αν υπήρχαν δεν θα άντεχαν για πολύ. Δεν θα τους έδιωχνε κανένας, αλλά πολύ απλά δεν θα τους σήκωνε το κλίμα. Και, φυσικά, δεν θα τους διάλεγα φωτογραφίες, ούτε θα τους επέλεγα για εκθέσεις. 

Δεν πρόκειται για Σύλλογο Αποφοίτων 

Ο Κύκλος όμως δεν είναι ούτε σύλλογος αποφοίτων των σεμιναρίων μου. Υπολόγισα ότι τα μαθήματά μου ανά την Ελλάδα και την Κύπρο τα έχουν παρακολουθήσει περισσότεροι από πέντε ή έξι χιλιάδες άνθρωποι και μερικοί μάλιστα με έχουν παρακολουθήσει πολύ περισσότερο από μία φορά. Ενώ ο Κύκλος σπανίως ξεπέρασε τα 250 μέλη, αριθμός που βρίσκεται κοντά και στον σημερινό. 

Ικανοποιημένοι μαθητές, όχι αναγκαστικά μέλη

Οι περισσότεροι που παρακολούθησαν τα πάσης φύσεως σεμινάρια μου νομίζω ότι έφυγαν ικανοποιημένοι, ακόμα και όταν η ουσία της διδασκαλίας μου δεν τους βρήκε σύμφωνους, με λογική συνέπεια  να ακολουθήσουν άλλα μονοπάτια τέχνης και ζωής. Μπορεί από καιρού εις καιρόν να εμφανίζονται σε νέα σεμινάρια. Αλλά δεν είναι αναγκαίο να συμμετέχουν ως μέλη στον Κύκλο και στις δραστηριότητές του. 

Γιατί να υπάρχει ο Κύκλος

Ας είμαστε ειλικρινείς και σαφείς. Ο Κύκλος υπάρχει διότι εγώ και μερικοί άλλοι (όχι πολλοί) θέλουμε να μοιραζόμαστε την αγάπη μας για τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο και γενικώς για την τέχνη μέσα από έναν κοινώς αποδεκτό κώδικα προσέγγισης και μια θερμή και φιλική ανταλλαγή

Ποιος είναι ο συνεκτικός ιστός του Κύκλου

Ο συνεκτικός ιστός του Κύκλου είναι μια στάση απέναντι στη φωτογραφία και την τέχνη που εκφράζεται κυρίως μέσα από τις ομιλίες μου, τα θεωρητικά βιβλία και τα άρθρα μου, τις παραπομπές σε θεωρητικούς και καλλιτέχνες που θαυμάζουμε, τη διδασκαλία των σεμιναρίων μου και τις συμβουλές μου. Υπογραμμίζω και τονίζω βέβαια ότι αυτός ο ιστός δεν είμαι εγώ ως άτομο ή δάσκαλος, αλλά αυτά που υποστηρίζω. 

Γιατί να είναι κανείς μέλος του Κύκλου

Η πρώτη έφεση για εγγραφή παρουσιάζεται συνήθως μετά το πέρας των σεμιναρίων. Μερικοί μαθητές παραμένουν ως μέλη του Κύκλου βάσει μιας κεκτημένης «συναισθηματικής» ταχύτητας ως συνέχειας της διδασκαλίας μου και της έκπληξης των σεμιναρίων. 

Ο δεύτερος και σοβαρότερος λόγος είναι όταν κάποιος αντιληφθεί και ασπαστεί τη φιλοσοφική, αισθητική, καλλιτεχνική και υπαρξιακή τοποθέτηση του Κύκλου που διαφαίνεται και σχηματίζεται μέσα από τις επιλογές και τη στάση τόσο τη δική μου όσο και της πλειοψηφίας των μελών. Για μερικά από τα μέλη η στάση αυτή είναι σαφής, ενώ άλλοι τη δέχονται, αλλά κρατούν μέσα τους, αν όχι μια αμφιβολία, τουλάχιστον μια απορία. Μέχρι να έρθει η ώρα (αν έρθει) να αποσαφηνίσουν τη θέση τους. Στον δεύτερο αυτό λόγο οφείλεται και η συμμετοχή στον Κύκλο καλών φωτογράφων από την περιφέρεια, οι οποίοι θέλουν να δηλώσουν με τη συμμετοχή τους την υποστήριξη των απόψεων αυτών.

Η κατάργηση του θαλάμου, του καφενείου και της βιβλιοθήκης απάλλαξε τη συμμετοχή στον Κύκλο από κάθε ανταποδοτική διάσταση, ενώ η μεγάλη μείωση της εισφοράς απάλλαξε την αποχώρηση από οικονομικές δικαιολογίες.

Γιατί να αποχωρήσει κανείς από τον Κύκλο

Πολύ λογικά ένα ποσοστό των μελών κάθε χρόνο αποφασίζει να διακόψει τη συμμετοχή του. Πρέπει να τονίσω ότι εκτιμώ πολύ αυτούς που μου το ανακοινώνουν με ένα ευγενικό mail και μάλιστα έχω τονίσει ότι δεν χρειάζεται, ούτε με ενδιαφέρει, να με ενημερώνουν ως προς την αιτία της διακοπής. Μερικές φορές άλλωστε είναι ορατή, κατανοητή και αναμενόμενη, όπως όταν διαπιστώνω ότι οι καλλιτεχνικές φιλοδοξίες και κατευθύνσεις ορισμένων μελών δεν ικανοποιούνται μέσα στο πλαίσιο του Κύκλου. 

Η αποχώρηση από τον Κύκλο οφείλεται κυρίως σε τέσσερις  λόγους, στους οποίους κατέληξα ύστερα από μελέτη των περιπτώσεων αποχώρησης. Σε κάθε περίπτωση συμφωνώ με την αποχώρησή τους κρίνοντάς την ως εκδήλωση συνέπειας. 

Ο πρώτος και σπανιότερος λόγος είναι αν κάποιος για προσωπικό θέμα παρεξήγησης ή ευθιξίας ενοχλήθηκε από τη στάση μου (γενικώς ή ειδικώς). Πολύ λογικά δεν μπορεί κανείς να παραμένει στον Κύκλο αν, για οποιοδήποτε λόγο, διάκειται εχθρικά απέναντί μου, αφού άλλωστε είμαι και ο ιδρυτής και ο πρόεδρος του σωματείου. 

Ο δεύτερος λόγος είναι αν το μέλος προσήλθε στα σεμινάρια από διάθεση φιλομάθειας, αλλά δεν έχει την πρόθεση και την ανάγκη να συνεχίσει να ασχολείται σοβαρά με τη φωτογραφία. Αν εξαιρέσουμε μια μικρή μειοψηφία που συναισθηματικά επιμένει να συμμετέχει και να ενισχύει με τη συμμετοχή της το σωματείο (και τους ευχαριστώ θερμότατα γι’ αυτό) είναι και πάλι λογική πράξη η αποχώρηση, αφού έχει εκλείψει το ενδιαφέρον. 

Ο τρίτος και σπανιότερος λόγος είναι το μέλος να είναι απλώς κινηματογραφόφιλος και να επωφελείται των ειδικών σεμιναρίων, χωρίς να νιώθει ότι πρέπει να συμμετέχει στις λοιπές (και κύριες) φωτογραφικές δραστηριότητες του σωματείου.

Ο τέταρτος όμως λόγος είναι και ο πιο ενδιαφέρων. Σε αυτόν υπάγονται εκείνοι οι οποίοι στην ουσία δεν έχουν ασπαστεί ενθέρμως και ειλικρινώς τις κατευθύνσεις της διδασκαλίας και των αρχών που πρεσβεύω και για ένα (ενδεχομένως και μεγάλο) διάστημα παραμένουν μέλη, αλλά σιγά-σιγά οι διαφωνίες τους βγαίνουν στην επιφάνεια, αγανακτούν σιωπηρά με τις επιλογές και κατευθύνσεις μου και αρχίζουν να βλέπουν σε άλλους χώρους και ανθρώπους τη δυνατότητα να απαλλαγούν από την κάπως ασκητική (και ίσως αιρετική – και μάλλον ελιτιστική) δική μου τοποθέτηση ελπίζοντας παράλληλα να πετύχουν δόξα, προβολή και ευρύτερη επιτυχία μέσα από άλλα πιο trendy μονοπάτια. Μια μικρή μάλιστα υποκατηγορία θεωρεί ότι η ταύτιση με μένα και τον Κύκλο μπορεί να βλάψει τις φιλοδοξίες τους. Φιλοδοξίες καλλιτεχνικές, διδακτικές ή αμφότερες. Ίσως αυτό να οφείλεται στην τάση που εμφανίζεται στους καλλιτέχνες και δασκάλους της εποχής μας να θεωρούν τους εαυτούς τους προϊόντα παρθενογένεσης που δεν οφείλουν τίποτα και σε κανέναν και που είναι υπεράνω κάθε κριτικής. Να προσθέσω ότι είναι πιθανόν για μερικούς οι λέξεις «Ριβελλικός» ή «Κυκλικός» να έχουν αρνητική χροιά, κάτι σαν τις λέξεις «διανόηση», «κουλτούρα», «ελίτ», «αξιοκρατία», ή, ακόμη πάρα πέρα, οι λέξεις «υπέρβαση», «αφαίρεση», «μεταφορά» ή, ακόμα, και «μεταφυσική». Αν κάποιος φοβηθεί κάτι από τα παραπάνω, ή ασπαστεί τα αντίθετά τους, θεωρώ ουσιαστική πράξη εντιμότητας να αποχωρήσει από τον Κύκλο. Και χωρίς καμία υποκρισία ή υστεροβουλία τον συγχαίρω. 

Αν όμως παραμείνει κανείς στον Κύκλο

Όσοι μένουν στον Κύκλο σημαίνει, αντιθέτως, ότι δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες. Και ότι σιωπηρά υιοθετούν έναν κώδικα συμπεριφοράς. 

Η παρακολούθηση που κάνω της φωτογραφικής δουλειάς πολλών από τα μέλη που με εμπιστεύονται είναι ένα φορτίο βαρύ, άσχετα αν μου είναι ευχάριστο. Το κάνω όμως διότι πιστεύω ότι συμβάλλει στο να μπαίνει κάθε φορά ο πήχης λίγο ψηλότερα για τον καθένα μετατρέποντας έτσι ένα απλό χόμπι σε καλλιτεχνική δημιουργία. Οι επιλογές μου προφανώς δεν είναι λόγος του Ευαγγελίου, αλλά είναι μια έγκυρη άποψη που βοηθάει τον φωτογράφο. Υποστηρίζω τις ατομικές εκθέσεις αλλά δεν μου πέφτει κανένας λόγος γι’ αυτές, εκτός και αν κάποιος ζητήσει τη συμβουλή μου. Υποστηρίζω όμως ιδιαίτερα τις ομαδικές, διότι από αυτές προκύπτει και προβάλλεται ο συνεκτικός ιστός του Κύκλου και αποτελεί πρόκληση για μένα να στήνω εκθέσεις από όπου διαφαίνεται ότι οι ατομικές φωνές μπορούν να συνθέτουν μια ομαδική πρόταση χωρίς να καταπνίγονται. Αρκεί να δείτε άλλες ομαδικές εκθέσεις για να συνειδητοποιήσετε τη διαφορά. Εκεί πρόκειται για συγκόλληση διαφορών, ενώ (ελπίζω) ότι σε μας πρόκειται για σύνθεση διαφορών. Θεωρώ αυτονόητη χαρά αλλά και υποχρέωση ενός μέλους του Κύκλου να συμμετέχει στις ομαδικές εκθέσεις. Και γι’ αυτό όταν ο χώρος και οι συνθήκες το επιτρέπουν συμμετέχω ακόμα κι εγώ με λίγες φωτογραφίες μου. 

Όταν ετοιμάζω μια ομαδική έκθεση και καταλήγω στην επιλογή φωτογράφων και φωτογραφιών θεωρώ ότι τυπικά πρέπει να λάβω τη συγκατάθεση του κάθε φωτογράφου. Πράγματι, ειδικά όσον αφορά τις επιλογές των φωτογραφιών, μπορεί συχνά να υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την αμφισβήτηση. Αν όμως ο φωτογράφος αρνείται τη συμμετοχή στην ομαδική έκθεση, θεωρώ ότι θα πρέπει και να υποστηρίξει την άρνησή του. Όταν κάποιος παραμένει μέλος του Κύκλου, η άρνηση του να συμμετάσχει σε μια πανηγυρική υποστήριξη των κοινών απόψεων και επιδιώξεων (όπως είναι μια ομαδική έκθεση) χρήζει δικαιολογίας και υποστήριξης. Τονίζω ότι δεν ζητώ από όσους ήδη αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων τη στάση τους. Και τους παρακαλώ να μη μου αποστείλουν σχετική επιστολή. Υπήρξαν απλώς μία από τις αφορμές για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου. Αλλά από δω και μπρος (είμαι σαφής) θέλω και εσείς όχι μόνον να είστε σαφείς αλλά και ειλικρινείς. Διότι θεωρώ ότι η άρνηση εμμέσως περιλαμβάνει και μία περιφρόνηση της προσπάθειας και του κόπου που κάνω (χωρίς ανταμοιβή) να βρω κατάλληλους χώρους, να επιλέξω εκθέσεις, να επιλέξω φωτογραφίες, να γράψω συνοδευτικό κείμενο, να στήσω (στήσουμε) την έκθεση, να παραστώ στα εγκαίνια, με λίγα λόγια να προσφέρω ανιδιοτελώς σε πρώην πελάτες μου (υπογραμμίζω το πρώην) τους οποίους θέλω να θεωρώ νυν συνοδοιπόρους μου (υπογραμμίζω το συνοδοιπόρους). 

Αλλά ας μου επιτραπεί να προσθέσω κάτι αυτονόητο. Όταν κάποιος αρνηθεί γενικώς και αναιτίως τη συμμετοχή του, υπάρχει άραγε περίπτωση ή λόγος να τον επιλέξω εκ νέου για μια επόμενη έκθεση; Αλλά, ακόμα πάρα πέρα, γιατί θα πρέπει να συνεχίσω να του λέω γνώμες για τις φωτογραφίες του που αρνείται να τις εκθέσει μαζί με τις δικές μας σε μια κοινή φιλική έκθεση; Οι εύλογες δικαιολογίες μη συμμετοχής θα μπορούσαν να είναι ποικίλες και όλες αντιμετωπίσημες. Το κόστος, λόγου χάριν, είναι γενικώς μικρό. Κάδρα παρόλα αυτά θα μπορούσαν να βρεθούν. Εκτυπώσεις θα μπορούσαμε να προσφέρουμε. Αν και είμαι σίγουρος ότι οι διαφωνούντες θα εύρισκαν πάντα τον τρόπο να χρηματοδοτήσουν μια μεγάλη ατομική τους έκθεση σε προβεβλημένο εκθεσιακό χώρο. Με λίγα λόγια, αν δεν υπάρχει επαρκής δικαιολογία, όλα τα άλλα οδηγούν σε μία έμμεση απόρριψη του Κύκλου. 

Οι διαχωρίζοντες τη θέση τους από τον Κύκλο δεν καταλύουν υποχρεωτικά τη σχέση τους με μένα και τα άλλα μέλη. Για την παρακολούθηση των σεμιναρίων και διαλέξεων, ή των φωτογραφικών παρουσιάσεων παραμένουν όλοι ευπρόσδεκτοι. Αυτό που καθορίζει όμως την ιδιότητα του μέλους είναι η συμμετοχή. Πρόκειται για ένα δείγμα πνευματικής και ψυχικής συμμετοχής.  Εκεί αναλαμβάνουμε το βάρος και την ευθύνη των φωτογραφικών μας απόψεων. Κατά την παραγωγή βέβαια του μεγάλου λευκώματος οι πάντες με παρακαλούσαν να συμμετάσχουν και  δεν σκέφτηκαν το υψηλό σχετικά κόστος. Είμαι όμως αναγκασμένος να υπογραμμίσω ειρωνικά ότι μέσα στα δύο επόμενα χρόνια αυτο-διαγράφτηκαν από τον Κύκλο 25 από τους συμμετέχοντες στο λεύκωμα. Θα χαιρόμουν αν είχαν καταλάβει ότι όταν βάζεις κάπου φωτογραφίες σου, μοιράζεσαι κάτι παραπάνω από μια ευκαιριακή εκδήλωση. Αλλιώς είσαι ύποπτος καιροσκοπισμού.

Θα ήθελα ο Κύκλος να μείνει με εκείνα τα μέλη που καταλαβαίνουν τη σημασία του, που τον υποστηρίζουν και συμμετέχουν με χαρά στις δραστηριότητες του. Όσο λίγοι και αν είναι θα μου είναι πάντα πολύτιμοι. Έτσι νιώθω ότι έχει κάποια αξία η δική μου και η δική σας προσπάθεια. Αν μερικοί φοβούνται ότι έτσι μπορεί να χάσω μελλοντικούς μαθητές, ίσως να έχουν δίκιο. Ας σκεφτούν όμως πόση προβολή και ευημερία θα ήμουν σε θέση να πετύχω αν πήγαινα με το ρεύμα, πηγαίνοντας όμως έτσι αντίθετα από τις πεποιθήσεις μου. Γι’ αυτό άλλωστε προτίμησα να ασχοληθώ με την τέχνη και όχι με την πολιτική. Ελπίζω με τη στάση σας οι περισσότεροι να με πείσετε ότι δεν σας θεωρώ άστοχα συνοδοιπόρους μου.

Πολύ φιλικά

Πλάτων

 


 

Περί Κύκλου

 

Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Προς τα Μέλη του Φωτογραφικού Κύκλου

Σύρος, 3 Φεβρουαρίου 2022

Θέμα: Γενικώς περί Κύκλου. 

Αγαπητοί φίλοι,

Η ταυτότητα του Κύκλου, ή ακόμα και η ύπαρξή του από μόνη της, με έχουν συχνά γεμίσει με απορίες, κυρίως διότι ο Κύκλος προέκυψε (και συνεχίζει να εξελίσσεται) χωρίς να υπάρχει πίσω από τη γέννηση του και τις εκάστοτε μεταμορφώσεις του καμία συγκεκριμένη βούληση ή απόφαση. Όλα προκύπτουν. Από την τεχνολογία, τις συνθήκες, την πανδημία, αλλά κυρίως από τον δικό μου τρόπο ζωής.

Όταν ο Bernard Plossu περιπλανώμενος στην Αθήνα μπήκε να ρίξει μια ματιά στην Τσακάλωφ και μου ζήτησε την άδεια να μείνει για λίγο να χαζέψει τον χώρο, μου είπε έκπληκτος ότι αυτό που βλέπει μάλλον δεν υπάρχει αλλού στον κόσμο. Δεν είναι ούτε μόνο σχολή, ούτε μόνο εργαστήριο, ούτε μόνο βιβλιοθήκη, ούτε μόνο εντευκτήριο, ούτε μόνο εκθεσιακός χώρος, ούτε, ούτε…Ίσως τελικά, ο Κύκλος να μην είναι τίποτε άλλο από την επιθυμία μου να περάσω τη ζωή μου με περιέργεια και χαρά, τις οποίες όμως θέλω να μοιράζομαι με άλλους που νιώθουν το ίδιο. 

Σε αυτή τη βάση πρέπει να αναζητηθεί η ερμηνεία του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι η παρουσία μου αποτελεί τη συγκολλητική ουσία που συντηρεί τον Κύκλο και τον κάνει να μοιάζει δικό μου παιχνίδι, ενώ στην ουσία είναι ένα παιχνίδι το οποίο με διαφορετικό τρόπο, κάθε μέλος χωριστά, το απολαμβάνει και το αξιοποιεί. 

Γι’ αυτό και αντιμετωπίζω ως απολύτως υγιή αντίδραση την αποχώρηση οιουδήποτε μέλους δεν νιώθει να μοιράζεται (πλέον) μαζί μου και με τα άλλα μέλη τις ανάγκες, τις απόψεις και τη χαρά,  όπως τις αντιλαμβανόμαστε οι υπόλοιποι. Με λίγα λόγια πρόκειται για μια παρέα (με την ευρύτερη δυνατή έννοια) για την οποία μερικά πράγματα είναι αυτονόητα και πολύτιμα την ώρα που κάτι τέτοιο δεν ισχύει για άλλους που επικαλούνται τυπικά τα ίδια κεφάλαια ενδιαφέροντος αποδίδοντας τους όμως διαφορετική χρησιμότητα και βαρύτητα. Μπορεί όλοι να επικαλούνται την καλλιτεχνική δημιουργία, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, τις τέχνες γενικώς και την κουλτούρα ακόμα γενικότερα, χωρίς όμως να αντλούν τη χαρά τους μέσα από την επιδίωξη των ίδιων με εμάς στόχων. Οι στόχοι τους ενδεχομένως να έχουν σχέση με την προβολή, την αναγνώριση, ή και την ανταμοιβή, ή ακόμα και με την επιτυχία άλλων μη καλλιτεχνικών, αλλά παρ’ όλα αυτά αξιοσέβαστων κοινωνικών, πολιτικών, οικολογικών, θρησκευτικών  και άλλων επιδιώξεων. 

Ο προσωπικός μου ρόλος ως ιδρυτή, δασκάλου και προέδρου του Κύκλου είναι να βρίσκω τρόπους για να διευρύνεται η καλλιέργεια και να ενισχύεται η δημιουργία τροφοδοτώντας το ενδιαφέρον και την απόλαυση όλων μας. Η καλλιέργεια και η δημιουργία ακολουθούν συνήθως πορείες που κυμαίνονται από το ναδίρ στο ζενίθ, από την κόλαση στον παράδεισο, από το πάθος στην αδιαφορία, σε μια συνεχή παλινδρομική κίνηση. Η παρουσία του Κύκλου βοηθάει σε κάποιο βαθμό να διανύονται ταχύτερα οι άνισες αυτές περίοδοι μέχρι την επανάκαμψη. Η μεγάλη χαρά μου είναι όταν διαπιστώνω ότι κάποιος, που διέσχιζε ένα πρόσκαιρο δημιουργικό αδιέξοδο, αρχίζει και πάλι να συνδέει τη χαρά της πνευματικής καλλιέργειας με αυτήν της πνευματικής δημιουργικότητας αξιοποιώντας την «παρέα» του Κύκλου.

Οι ενέργειες που πιστεύω ότι στηρίζουν και προωθούν το δίπολο καλλιέργειας και δημιουργικότητας είναι αλληλένδετες μεταξύ τους και δεν διακρίνονται, όπως εσφαλμένα νομίζαμε κάποτε, ανάμεσα σε αυτές που αφορούν τους «αρχάριους» (συνδεδεμένους πρωτίστως με την αναζήτηση γνώσεων) και τους  «προχωρημένους» (συνδεδεμένους πρωτίστως με την επιδίωξη παραγωγής έργου). Δηλαδή δεν πιστεύω πλέον σε ένα πρώτο επίπεδο στη διάρκεια του οποίου αποκτώνται οι γνώσει και σε ένα δεύτερο επίπεδο στη διάρκεια του οποίου παράγεται έργο βάσει των γνώσεων του πρώτου επιπέδου. Γι’ αυτό και η συνύπαρξη «προχωρημένων» και «αρχαρίων» φωτογράφων στον Κύκλος και στα σεμινάρια είναι όχι απλώς ανεκτή αλλά ευκταία. Και οι γνώσεις γίνονται όλο και περισσότερο γνώσεις και όχι απλές πληροφορίες όσο επαναλαμβάνεται η τριβή με αυτές. Μια επανάληψη ουδέποτε είναι απλή επανάληψη, αλλά πάντα μια απρόσμενη ανακάλυψη. 

Για να εστιάσουμε λίγο στην καθ΄ ημάς φωτογραφία, προέχει να μάθει κανείς να βλέπει και να σκέπτεται, έτσι ώστε να μπορεί να επιλέγει και να κρίνει. Πρόκειται για στόχο όχι απλώς μακρόχρονο αλλά και χωρίς τέλος. Αυτή όμως η διαδικασία δεν είναι αποκολλημένη από  το στάδιο της δημιουργίας, διότι μόνο μέσω αυτής είναι κάποιος σε θέση να διαπιστώσει αν σκέφτεται και κρίνει ελεύθερα, πρωτότυπα και ανεξάρτητα, άρα δημιουργικά,  ή αν νομίζει ότι το κάνει, ενώ στην ουσία αναπαράγει γνώση χωρίς να γεννάει δημιουργία. Και αυτή όμως η διαδικασία είναι όχι απλώς μακρόχρονη, αλλά και πάλι χωρίς τέλος. 

Επομένως για να υπηρετηθεί σωστά αυτή η σύνθετη διαδικασία δεν αρκεί να γνωρίσει κανείς το έργο μερικών φωτογράφων, ή και άλλων καλλιτεχνών, και στη συνέχεια να «εφαρμόσει» τις γνώσεις του «παράγοντας» εικόνες. Απαιτείται μια συνεχής αναβάπτιση από τη γνώση σην πράξη (και αντίστροφα) σε μια κοινή διαδρομή καλλιέργειας και δημιουργίας. 

Βάσει όλων των ανωτέρω κατέληξα στην πεποίθηση ότι οι συναντήσεις (σεμινάρια, ομιλίες, προβολές) που μπορούν να βοηθήσουν τα μέλη του Κύκλου στην καλλιτεχνική τους αναζήτηση πρέπει να κινούνται προς ένα διάλογο καλλιέργειας και δημιουργικής παραγωγής μέσα από την προσέγγιση θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων και την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά. 

Έτσι, τα πολύ τελευταία χρόνια, διαμορφώθηκε, όπως γνωρίζετε, μια νέα σειρά σεμιναρίων όπως:  Η Φωτογραφική κριτική (μερικές Τρίτες), που στοχεύει στην ανάπτυξη των καλλιτεχνικών κριτηρίων, αλλά και στην αποδραματοποίηση της απόρριψης. Η Καλλιτεχνική υπογραφή (μερικές Πέμπτες), που επιχειρεί να καλλιεργήσει το κριτικό βλέμμα φέρνοντας σε αντιπαράθεση συγγενικά ή αντιθετικά έργα γνωστών (καλών, κακών, μέτριων) φωτογράφων. Η Τέχνη της φωτογραφίας (μερικά σαββατοκύριακα), όπου αναλύονται απόψεις και σχόλια μεγάλων δημιουργών σε σχέση με τη φωτογραφία, αλλά και άλλες τέχνες με τη βοήθεια συζητήσεων και οπτικοακουστικού υλικού. Τα Φωτογραφικά τετραήμερα (Παρασκευή με Δευτέρα), στη διάρκεια των οποίων το πρωί παράγονται φωτογραφίες και το απόγευμα κρίνονται, με στόχο την κριτική συζήτηση κάτω από την πίεση της παραγωγής φωτογραφιών. Το Φωτογραφικό portfolio (ένα τετραήμερο του Ιουνίου) με σκοπό την αναζήτηση προσωπικού ύφους και περιεχομένου στη δουλειά των φωτογράφων που έχουν συμμετάσχει έστω για ένα χειμώνα στη Φωτογραφική κριτική και καλούνται να αντιμετωπίσουν τη δουλειά τους ως σύνολο. 

Κοντά στα παραπάνω σεμινάρια θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ένα σεμινάριο Φωτογραφικής τεχνικής και ένα ακόμα μακρύτερο σε διάρκεια που να αφορά το Lightroom. Κάθε χρόνο προγραμματίζω (ευσυνείδητα) και τα δύο, αλλά βρίσκομαι μπροστά σε υψηλά τείχη αδιαφορίας. Δεν θα με απασχολούσε το γεγονός, αν διαπίστωνα ότι η πλειοψηφία κατέχει τουλάχιστον τις βασικές γνώσεις λήψεως και επεξεργασίας. Δυστυχώς όμως συμβαίνει το αντίθετο. Ποτέ δεν γνώρισα στο παρελθόν τόσους καλούς φωτογράφους με τόσο μηδαμινές τεχνικές γνώσεις. Οι περισσότεροι βασίζονται απλώς στα θαύματα της ψηφιακής τεχνολογίας. Θα μου πείτε βέβαια γιατί να με πειράζει αν οι φωτογράφοι παράγουν καλές φωτογραφίες παρά την τεχνική άγνοια. Αν όμως ο φωτογράφος δεν κατέχει το επίπεδο της τεχνικής δεξιότητας που του χρειάζεται για να κάνει τη φωτογραφία που θέλει να κάνει, τότε στο εύλογο άγχος της δημιουργίας προστίθεται και το άγχος της τεχνικής ανασφάλειας που μετά βεβαιότητος τον φρενάρει έστω και αν ο ίδιος δεν το συνειδητοποιεί.

Τέλος, πρέπει να ομολογήσω ότι η σχέση δασκάλου-μαθητή μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα, αλλά δεν παύει να είναι και προβληματική. Ακόμα περισσότερο αν οι ηλικίες τυχαίνει να είναι κοντινές και οι ρόλοι σύνθετοι, όπως συνήθως συμβαίνει με μένα και τα μέλη του Κύκλου. Μέρος λύσης του προβλήματος πιστεύω πως συνιστά η ρυθμιστική εξισορρόπηση που προσφέρει η οικονομική ανταμοιβή. Θα ενισχύσω την άποψη μου αυτή ανατρέχοντας σε τρία περιστατικά που έζησα ο ίδιος. Το πρώτο συνέβη όταν ακόμα ήμουν άγουρος δάσκαλος πριν από τριάντα τουλάχιστον χρόνια και ένας νεαρός μαθητής μου (ειδικός στις προκλητικές ερωτήσεις) με ρώτησε γιατί οι μαθητές και μέλη του Κύκλου, αν και φίλοι και συνάδελφοι, πρέπει να με πληρώνουν. Αιφνιδιάστηκα, αλλά απάντησα με αυθόρμητη ειλικρίνεια λέγοντας ότι πρέπει και εγώ με κάποιο τρόπο να επιβιώσω, μια και αφιερώνω τον χρόνο μου σε αυτούς. Η απάντηση τον ικανοποίησε. Δεν είχα όμως ακόμα τη διαύγεια ή το θάρρος να απαντήσω όπως έκανα πριν από είκοσι χρόνια όταν μια πανεπιστημιακή καθηγήτρια με ρώτησε (και πάλι προκλητικά) αν οι μαθητές μου μού κάνουν evaluation, δηλαδή αξιολόγηση. Της απάντησα πολύ λιτά και λίγο απότομα ότι δεν χρειάζεται να μου κάνουν, αφού πολύ απλά με πληρώνουν. Το τρίτο γεγονός (και αντίστοιχο επιχείρημα) ήρθε πριν από δέκα χρόνια όταν παρέδωσα σειρά σεμιναρίων πολλά σαββατοκύριακα στα ανά την Ελλάδα θεματικά μουσεία του Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς αμειβόμενος από αυτό, ενώ το μάθημα προσφερόταν δωρεάν στους μαθητές. Παρακάλεσα τότε το ίδρυμα να ορίσει ένα έστω πολύ χαμηλό κόστος για τα μαθήματα αυτά. Η απάντηση ήταν αρνητική και έτσι επί τριετία παρέδωσα δωρεάν σειρά σεμιναρίων σε περίπου τρεις χιλιάδες μαθητές, οι οποίο μάλιστα δήλωσαν (σε μένα ή στο Ίδρυμα) στην πλειοψηφία τους ενθουσιασμένοι. Από αυτούς πολλοί παρακολούθησαν την πρώτη μέρα, ενώ τη δεύτερη την αφιέρωσαν σε εκδρομές και μπάνια στις γύρω περιοχές, ενώ ελάχιστοι (δεκάδες μόνο)  συνέχισαν να ασχολούνται με τη φωτογραφία, ή να επικοινωνούν μαζί μου.  Εν κατακλείδι πιστεύω ότι κάθε μεταφορά γνώσης για να είναι αποτελεσματική και ισορροπημένη πρέπει να συνοδεύεται από υλική ανταμοιβή (αδιάφορο αν θα είναι μικρή ή μεγάλη), έτσι ώστε η σχέση του δασκάλου-μαθητή να οριοθετείται ξέχωρα και ανεξάρτητα από κάθε άλλη κοινωνική αλληλεξάρτηση. Και αυτό φαίνεται ότι ίσχυσε σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις εποχές, σε όλα τα είδη γνώσης. 

Πέραν όμως των ανωτέρω σεμιναρίων και εργαστηρίων που στοχεύουν στη δημιουργικότητα και την καλλιέργεια του φωτογράφου υπάρχει και η ανάγκη εξοικείωσης των φωτογράφων με το ζήτημα της καλλιτεχνικής επικοινωνίας. Προφανώς το έργο τέχνης έχει ως πρώτο αποδέκτη τον ίδιο τον καλλιτέχνη, αλλά δεν παύει το έργο τέχνης να είναι ένα μπουκάλι στη θάλασσα που αναζητεί συνομιλητές του. Ο φωτογράφος για να συνειδητοποιήσει την ταυτότητα του πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με τον τυχαίο αποδέκτη. Οι τρόποι μέσω των οποίων μπορεί να γίνει αυτό είναι οι εκθέσεις και τα βιβλία. Και τα δύο αυτά είναι χρήσιμα, απαραίτητα αλλά και πολυέξοδα. Ο κύκλος έχει οργανώσει πολυάριθμες εκθέσεις και έχει βοηθήσει (όχι βεβαίως οικονομικά) να εκδοθούν πολλά βιβλία μελών του. Ιδανικά όλοι οι φωτογράφοι πρέπει να περάσουν από αυτή την ευτυχή αλλά παράλληλα ταραχτική δοκιμασία. Μόνον όταν νιώσουν ότι εκτίθενται σε άγνωστα βλέμματα, ή ακόμα και σε γνωστά που τους αντιμετωπίζουν διαφορετικά, θα νιώσουν δημιουργοί και θα μάθουν να εκτίθενται με την ηθική έννοια, όχι ως άτομα αλλά ως καλλιτέχνες μέσω του έργου τους. Πρόκειται για ένα σημαντικό μάθημα που κινείται ανάμεσα στην αλαζονεία και την ταπεινότητα.

Ο Κύκλος, ήδη από το 1990, πρόσθεσε μια διάσταση πρώτης επικοινωνίας μέσω των «Παρουσιάσεων της Πέμπτης», όταν αρχίσαμε δηλαδή να παρουσιάζουμε τη δουλειά των φωτογράφων του Κύκλου σε συγκέντρωση αρχικά μόνο των μελών και στη συνέχεια σε μεγάλα αμφιθέατρα με την παρουσία και άλλων πολλών αγνώστων θεατών. Ευτυχώς αυτός ο τρόπος προβολής της δουλειάς είναι ανέξοδος, διότι οι φωτογραφίες (όσες θα περιλαμβάνονταν σε μια μεγάλη έκθεση) προβάλλονται ψηφιακά, ενώ (πράγμα πολύ σημαντικό) ο φωτογράφος, ο παρουσιαστής και το κοινό μπορούν να ερωτούν και να σχολιάζουν. Πρόκειται για ένα βάπτισμα πυρός ιδιαιτέρως χρήσιμο, όπου ο φωτογράφος για πρώτη φορά αισθάνεται και αντιμετωπίζεται ως φωτογράφος και μάλιστα από άλλους φωτογράφους. Ο συνδυασμός επομένως των παρουσιάσεων, των εκδόσεων και των εκθέσεων εκπαιδεύει τους φωτογράφους προσφέροντας τους την εξοικείωση τόσο με την ντροπή, όσο και με τον θρίαμβο. Με την ανασφάλεια και την ικανοποίηση. Και τους εξασκεί να αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους ως ένα σύνολο, ή επί μέρους σύνολα, μέσω των οποίων ο φωτογράφος επικοινωνεί με τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε θεατή του εαυτού του.

Οι εκδηλώσεις του Κύκλου οφείλονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε πρωτοβουλία (και υλοποίηση) δική μου. Πράγμα όχι παράλογο αφού έχω πιστωθεί (ή μήπως χρεωθείς;) με τη δημιουργία του και, όπως ανέφερα παραπάνω, λειτουργώ σαν τη συγκολλητική ουσία του. Πέραν του ότι για χρόνια εξασφάλιζα την οικονομική του επιβίωση. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι έχω τη διάθεση αλλά και τη δυνατότητα να αφιερώνω όλο μου τον χρόνο στον Κύκλο. Αφού όμως ο Κύκλος δεν έχει πλέον έδρα και υπάρχει αποκλειστικά μέσα από τις δραστηριότητες του είναι στο χέρι των φωτογράφων μελών του να συνεχίσουν εμπράκτως να διαδίδουν και να υποστηρίζουν με το έργο τους την ιδέα της φωτογραφίας όπως την έχω εδώ και χρόνια υποστηρίξει και όλοι εσείς την έχετε αποδεχτεί. Πιστεύω πως ήρθε η ώρα να υπάρχει ο Κύκλος (έστω και αναπόφευκτα «καπελωμένος» ακόμα από το όνομά μου) περισσότερο σαν ιδέα, σαν παρέα και σαν απόψεις μέσα από τα μέλη του, τα οποία πρέπει να αναπτύξουν και να στηρίξουν πρωτοβουλίες. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω, και είμαι σίγουρος ότι οι παλαιότεροι θα συμφωνήσουν μαζί μου, ότι στην ιστορία του Κύκλου διανύουμε την περίοδο με τον υψηλότερο δείκτη ποιότητας φωτογραφικής δουλειάς. Είτε λάβουμε υπόψη μας μόνον εκείνους που έχουν σοβαρό και πλούσιο έργο, είτε συνυπολογίσουμε εκείνους που αργά και διακριτικά φωτογραφίζουν και παράγουν αραιά αλλά σταθερά καλή φωτογραφία. Μια μελέτη του καταλόγου των μελών θα σας πείσει ότι τουλάχιστον τα μισά μέλη έχουν να επιδείξουν καλή φωτογραφία. Φυσικά, σε διαφορετικές ποσότητες και συχνότητες. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε το γεγονός ότι κάθε χρόνο προστίθενται και μερικοί νέοι φερέλπιδες φωτογράφοι, ενώ ο αριθμός των κατ’ έτος νέων μαθητών-μελών είναι πολύ μικρότερος από τα παλαιά χρόνια. 

Στις παραπάνω θετικές σκέψεις προστίθενται και άλλες μικρές αλλά όχι λιγότερο σημαντικές ενθαρρυντικές διαπιστώσεις.  Και πριν από όλα οι παρουσιάσεις της Πέμπτης. Συμμετέχουν παρουσιάζοντας τη δουλειά τους αρκετοί φωτογράφοι «φρέσκοι» και «άγουροι» αποδεικνύοντας έτσι τη σημαντική βελτίωσή τους, κάτι που ενθαρρύνει τους ίδιους αλλά και τους άλλους. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι οι θεατές που δεν είναι μέλη του Κύκλου είναι περισσότεροι από τα μέλη. Έχει επίσης αναβαθμιστεί σε πολύ σημαντικό βαθμό ο θεωρητικός διάλογος που συνοδεύει τις παρουσιάσεις και στον οποίο δεν παίζω πλέον εγώ τον πρώτο ρόλο. 

Κάτι που επίσης μου έχει δώσει μεγάλη χαρά είναι η συμμετοχή φωτογράφων από πόλεις της περιφέρειας ή της αλλοδαπής σε σεμινάρια και παρουσιάσεις. Σκέφτομαι με τη συνεργασία τους να διοργανώσω μετά το τέλος της πανδημίας εκθέσεις και ολιγοήμερα σεμινάρια στις πόλεις τους. Θα ήθελα επίσης να ακούσω προτάσεις για δραστηριότητες που μπορείτε εσείς ως μέλη να σκεφτείτε και να προτείνετε. Και θα βρούμε ποιοι μπορούν να τις διοργανώσουν.

Τέλος, έχω να προσθέσω δυο λόγια για την απουσία πλέον μιας μόνιμης έδρας όπως ήταν η Τσακάλωφ. Την εποχή που ξεκίνησε ο Κύκλος η μόνιμη έδρα ήταν απόλυτη ανάγκη για την ύπαρξη ενός τέτοιου σωματείου. Η Τσακάλωφ τα είχε όλα. Όλα όσα εκείνη την εποχή ήταν πράγματι αναγκαία, αλλά και μερικά πιο περιττά. Σιγά-σιγά ο θάλαμος ερήμωσε, η βιβλιοθήκη μαράζωνε μέρα με τη μέρα και οι παρουσίες μελών αραίωναν εντυπωσιακά. Η μετακίνηση ήταν μονόδρομος. Δωρεάν αίθουσες για σεμινάρια, εκθέσεις και παρουσιάσεις ουδέποτε μας έλειψαν. Και μπορεί να μην είχαμε πλέον το δικό μας μπαράκι, αλλά το Κολωνάκι και το ευρύτερο κέντρο ξεχείλιζε από μπαρ που θα μπορούσαν να γίνουν στέκι μας, χωρίς μάλιστα έξοδα. Κάτι όμως φαίνεται πως είχε αλλάξει. Δεν έχει σημασία αν είναι για το καλύτερο ή το χειρότερο. Είμαι όμως μάλλον βέβαιος ότι αν σήμερα βρίσκαμε ένα ευχάριστο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας για να το κάνουμε και πάλι στέκι μας και το εξοπλίζαμε ανάλογα, θα έπρεπε να εκταμιεύουμε ετησίως ένα πολύ σημαντικό ποσό, το οποίο όμως ακόμα και αν μας περίσσευε μάλλον δεν θα το θεωρούσαμε σωστή και αναγκαία επένδυση. Πέραν του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών θα το σκεφτόταν δυο και τρεις φορές να χάσει τόσες ώρες για να επισκεφτεί το εντευκτήριο του Κύκλου στο κέντρο. Η πανδημία ήρθε και μαζί της δεν έφερε μόνο καταστροφές αλλά και αλλαγές νοοτροπίας που δεν θα τολμούσαμε να διανοηθούμε από μόνοι μας, αλλά που προσέδωσαν μια νέα (ενδιαφέρουσα; περίεργη;)  διάσταση περιπέτειας στη ζωή μας. Μακάρι βέβαια να είχαν συμβεί χωρίς το κακό σενάριο. Φαίνεται όμως ότι κάθε ουσιαστική εξέλιξη πρέπει λογικά να συνοδεύεται και από ένα κακό σενάριο. Δεν μένει παρά να αξιοποιήσουμε αυτό που συνέβη ερήμην μας. Το αφήνω σε σας. Περιμένω ιδέες και προτάσεις. 

Σήμερα η τυπική έδρα του σωματείου είναι ο ιστορικός και αγαπητός μικρός χώρος της Τσακάλωφ 44, όπου «κρατάει τις Θερμοπύλες» ο Ανδρέας Σχοινάς, πιστός φύλακας-γραμματέας από την ίδρυση του σωματείου το 1988. Ο μικρός (και τρυφερός για μας) χώρος της Τσακάλωφ μπορεί να δεχτεί (στρυμωγμένα) 20-25 άτομα. Υπάρχει επίσης ο εξαιρετικός υπόγειος χώρος της Χαλκοκονδύλη, όπου και το εργαστήριο του Παναγιώτη Μαρκολέφα, που μπορεί να πούμε ότι είναι επίσης μια δεύτερη έδρα του Φωτογραφικού Κύκλου (όπως άλλωστε αναγράφεται και σε μικρή πινακίδα στην είσοδο του), χώρος που μπορεί να δεχτεί άνετα ακόμα και εκατό άτομα. Υπάρχει τέλος και η Σύρος με τον μεγάλο χώρο προβολής, ο οποίος δέχεται επίσης εκατό άτομα (συν τους λοιπούς υπαίθριους και στεγασμένους χορταστικούς χώρους αναψυχής) που είναι και έδρα του Φωτογραφικού Κύκλου Σύρου (άλλου, δηλαδή, σωματείου που ιδρύθηκε το 2001 και τελεί εν υπνώσει). Επομένως χώρους έχουμε και άλλους πολλούς χώρους μπορούμε να βρούμε. Έτσι κι αλλιώς είμαστε πλέον μια μεγάλη διαδικτυακή παρέα που θα βρίσκεται πού και πού για σεμινάρια ή διασκέδαση σε πραγματικούς χώρους (αυτούς που προαναφέρθηκαν και άλλους πολλούς) για ζωντανή συναναστροφή, αλλά που πάντοτε θα φροντίζει να είναι διαδικτυακά συνδεδεμένη όταν κάνει φωτογραφικές ή κινηματογραφικές εκδηλώσεις και σεμινάρια, μια και είμαστε (το ξανατονίζω) παρέα διαδικτυακή.

Προλαμβάνω τις απορίες μερικών σχετικά με το ποιο είναι το νόημα ενός σωματίου με μέλη και ετήσια εισφορά σήμερα όταν πλέον σχεδόν όλα γίνονται διαδικτυακά και δεν υπάρχει κοινοκτημοσύνη των μελών πάνω σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο. Γιατί να αναφερόμαστε στον Φωτογραφικό Κύκλο και γιατί να συστηνόμαστε ως μέλη του. Θα μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε (εκδόσεις, σεμινάρια, παρουσιάσεις, προβολές, εκδρομές, ταξίδια, φαγοπότια κλπ.) ως συγκέντρωση φίλων ή «παλαιών συμμαθητών». Όταν ξεκινήσαμε το βασικό επιχείρημα ήταν να μοιραζόμαστε τη βιβλιοθήκη, τον σκοτεινό θάλαμο και τον χώρο, πράγματα ακριβά και αναγκαία. Η εισφορά ήταν (στο τέλος) 315 ευρώ ετησίως και κλείσαμε διότι τα έξοδα ήταν πολύ (μα πολύ-πολύ) περισσότερα. Επιβιώναμε επειδή κάλυπτα τα ελλείμματα από τα μαθήματά μου. Μόνο που εγώ μπορούσα να κάνω τα μαθήματα και αλλού εντελώς δωρεάν, όπως απέδειξα με την μεταπήδηση μου στο Μουσείο Μπενάκη, όπου μέχρι το 2018 ήμουν (και ήμασταν) φιλοξενούμενοι. 

Όταν όμως ιδρύθηκε ο Κύκλος υπήρχε και ένα δεύτερο και πιο αδιευκρίνιστο αίτημα για μια παρέα, που διασκέδαζε, παθιαζόταν, ενδιαφερόταν για μερικά ίδια πράγματα. Και αυτό δεν άλλαξε. Μόνο που με τα χρόνια η παρέα έγινε πιο επιλεκτική, πιο απαιτητική. Μια και πλέον τα πάγια έξοδα ήταν ελάχιστα, η παρέα δεν χρειαζόταν να είναι μεγάλη. Οι μαθητές των σεμιναρίων μου δεν ήταν πλέον (όπως παλιά) κατ’ ανάγκην και μέλη του Κύκλου. Εδώ και χρόνια τονίζω ότι δεν υπάρχει το παραμικρό όφελος να είναι κάποιος μέλος του Κύκλου. Δεν έχει τίποτα να κερδίσει. Παλιά κέρδιζε πολλά. Πόσο μάλλον αφού οι παροχές ήταν πολλαπλάσιες της άθροισης των εισφορών. Ακόμα και εκπτώσεις στα υλικά των μεγάλων φωτογραφικών εταιριών, ή εκπτώσεις στα φωτογραφικά βιβλία από βιβλιοπωλεία. Αν σήμερα γράφονται δωρεάν την πρώτη χρονιά ως μέλη οι νέοι μαθητές, γίνεται για να γνωρίσουν τι είναι ο Κύκλος και κυρίως για να ειδοποιούνται για όλες τις δραστηριότητές που αφορούν τα μέλη χωρείς να αποστέλλω μηνύματα μεμονωμένα. Από κει και πέρα όμως όποιος παραμείνει μέλος το κάνει γιατί συμπαθεί την ιδέα και τις απόψεις που βρίσκονται συλλογικά και καλλιτεχνικά πίσω από τον Κύκλο. Μια ιδέα που για τους παλαιούς είναι δεδομένη αλλά για τους καινούργιους άγνωστη. 

Έχει τύχει μερικές φορές να μου ζητήσει ένας άγνωστος να τον εγγράψω ως μέλος. Προσπαθώ συνήθως να το αποφύγω λέγοντάς του ότι δεν έχει λόγο να γίνει μέλος. Μερικές φορές κάποιος απαντά ότι έχει διαβάσει πολλά βιβλία μου και συμφωνεί με τις απόψεις μου, άλλοτε άλλος μου λέει ότι μας γνωρίζει καλά μέσω άλλου μέλους, άλλοτε έρχεται να με γνωρίσει και να συζητήσουμε προτού γραφτεί. Για μένα πάντως είναι σημαντικό τα μέλη να είναι λίγα και να έχουν καταλάβει γιατί παραμένουν μέλη χωρίς χειροπιαστό όφελος. Μερικά παλαιά μέλη έχουν φτάσει να με ρωτήσουν (βλακεία; θράσος;) αν νομίζω ότι πρέπει να ανανεώσουν. Τους λέω πάντοτε ότι δεν βλέπω τον λόγο να ανανεώσουν (από τη στιγμή μάλιστα που αναρωτιούνται). Και αντιθέτως προσπαθώ να απαλλαγώ από λίγα παλαιά μέλη που έχουν ξεμείνει από παλιά, που έχουν αλλάξει απόψεις, που φλερτάρουν με όλους και με όλα, ένας κίνδυνος ακόμα μεγαλύτερος αφού η εισφορά των 50 ευρώ ετησίως είναι τόσο ασήμαντη πλέον, ώστε για πολλούς καλύτερα να είσαι γραμμένος παρά όχι. Έτσι έχω συνηθίσει να αντιμετωπίζω πλέον κάθε διαγραφή ως κίνηση σωστή και χρήσιμη για όλους. 

Ανατρέχοντας στα παλαιά μέλη που σταμάτησαν τη συμμετοχή τους διαπιστώνω εκ μέρους μου ανακούφιση και μάλιστα η ανακούφιση είναι μεγαλύτερη διότι εγώ δεν θα είχα ποτέ τη δύναμη (πιθανόν δεν θα ήταν και πρέπον) να τους απομακρύνω. Πρέπει σε παρένθεση να διακρίνω το γεγονός ότι έχω σε μεγάλη εκτίμηση εκείνους που με γνώρισαν, με εκτίμησαν, ίσως και να με συμπάθησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν με τις απόψεις μου και τη στάση μου και αποχώρησαν ευθαρσώς, με ειλικρίνεια και αμοιβαία εκτίμηση, εξηγώντας μου μάλιστα και τους λόγους της αποχώρησης. Αυτοί όμως είναι ελάχιστοι. 

Εν κατακλείδι πιστεύω ότι ο Κύκλος είναι καλό να συνεχίσει να υπάρχει ως σωματείο, διότι αφενός αναφέρεται σε ένα παρελθόν που σημαίνει κάτι για τη μικρή κοινότητα της φωτογραφίας στη χώρα μας, και αφετέρου εκφράζει μια αρκετά ξεκάθαρη άποψη για τη φωτογραφία και την τέχνη, άποψη που κινδυνεύει στις μέρες μας να θεωρηθεί έως και αιρετική.  Εξ άλλου  υπάρχει πολλή θολούρα στον κόσμο της τέχνης όπου όλα είναι εξίσου καλά, και όλοι ανήκουν παντού, αλλά ταυτόχρονα και όλοι αποφεύγουν να παίρνουν θέση διότι κάτι τέτοιο αφενός δεν είναι της μόδας και αφετέρου είναι επικίνδυνο να σε περιθωριοποιήσει και να σε βγάλει εκτός ρεύματος. Προσωπικά μου αρέσει να υποστηρίζω καθαρές θέσεις και να συζητάω με ενδιαφέρον για τη μικρή ομίχλη που μπορεί να πολιορκεί τις θέσεις μου. Αλλά για να χαρώ αυτό πρέπει να έχω θέσεις.  

Σας φιλώ

Πλάτων

 


 

Επετειακά Κείμενα

Φωτογραφικός Κύκλος - Επέτειος Τριακονταετίας

Με την επέτειο κάθε δεκαετίας από την ίδρυση του «Φωτογραφικού Κύκλου» (1998-2008-2018) διοργανώθηκαν ισάριθμες επετειακές εκθέσεις φωτογραφίας, η πρώτη στο Σπίτι της Κύπρου, η δεύτερη στο Μουσείο Μπενάκη και η τρίτη (23-1-2018) στο μπαρ Booze. Τα κείμενα που συνοδεύουν αυτές τις εκθέσεις, υπογεγραμμένα από τον Πλάτωνα Ριβέλλη, παρατίθενται παρακάτω.


Τριάντα χρόνια «Κύκλος» (1988-2018)

Όταν ήμασταν μικροί, τα καλοκαίρια έμοιαζαν ατέλειωτα. Όταν μεγαλώσαμε, διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι ο Ιούλιος βρέθηκε παράξενα κοντά στον Σεπτέμβριο. Αυτό συνέβη και με τις δεκαετίες του «Κύκλου». Το 1998, στην πρώτη επετειακή έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου, νιώθαμε ότι ο «Κύκλος» είχε ήδη ένα μακρύ παρελθόν. Τώρα που κλείνουμε την τρίτη δεκαετία και μπαίνουμε στην τέταρτη, έχουμε την αίσθηση ότι μόλις προχτές γιορτάσαμε τα είκοσι χρόνια.

Πρέπει βέβαια να παραδεχτεί κανείς ότι δεν είναι ούτε συνηθισμένο ούτε εύκολο να κρατάει για τόσα χρόνια μια ομάδα ανθρώπων (με τις αυξομειώσεις της βέβαια), της οποίας το συνεκτικό στοιχείο δεν είναι κάποιο συμφέρον, αλλά απλώς μια κοινή χαρά και επιθυμία. Αν ήμασταν κατάστημα θα γράφαμε (με καμάρι) κάτω από την πινακίδα μας «Οίκος ιδρυθείς το 1988». Ξεπεράσαμε και χωνέψαμε οικονομικές δυσκολίες, προσωπικούς εγωισμούς, τεχνολογικές επαναστάσεις, μαζί βέβαια με τη φυσική κούραση που φέρνει ο χρόνος.

Τα σημειώματα που συνόδευσαν τις προηγούμενες εκθέσεις αναλύουν με λεπτομέρειες την πορεία και την προσφορά του «Κύκλου» στη φωτογραφία. Αυτό που μπορούμε να προσθέσουμε στο κλείσιμο των τριάντα χρόνων είναι ότι η ποιότητα και η ποικιλία της φωτογραφίας που γίνεται σήμερα στον «Κύκλο» είναι χωρίς καμία αμφιβολία μεγαλύτερη από ποτέ, ότι εκμεταλλευτήκαμε σε σημαντικό βαθμό τη διάδοση των νέων μέσων, όπως φαίνεται από την παρουσία μας στο διαδίκτυο και από τη συχνή μας ψηφιακή επικοινωνία, ότι υιοθετήσαμε με ευκολία τις νέες τεχνολογίες, ότι ανοιχτήκαμε (σε κάποιο βαθμό) στην περιφέρεια και ότι συνεχίσαμε, παρά τις οικονομικές αντιξοότητες, την προσπάθεια για διοργάνωση ομαδικών εκθέσεων και για παραγωγή φωτογραφικών λευκωμάτων. Και πάνω από όλα ότι δεν χάσαμε το κέφι μας και την περιέργειά μας. Κάτω από την πινακίδα του «μαγαζιού» μας ας γράψουμε, λοιπόν, «στις δεκαετίες που ακολουθούν».


Είκοσι Χρόνια «Κύκλος» (1988-2008) *

* Το κείμενο αυτό, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο του «Φωτογραφικού Κύκλου» Πλάτωνα Ριβέλλη, δημοσιεύεται με αφορμή την ομαδική έκθεση φωτογραφίας των μελών του «Κύκλου» το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς) με τον τίτλο «Είκοσι Χρόνια Κύκλος».


Μέσα σε μια δεκαετία αλλάζουν σημαντικά οι ζωές τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων. Έτσι τόσο η δική μου ζωή, όσο και αυτή τού «Κύκλου» έχουν σημαντικά διαφοροποιηθεί από το παρελθόν. Εντούτοις, οι πιο μεγάλες αλλαγές σχετίζονται με την τεχνολογική επανάσταση που άλλαξε πρακτικά και ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε και εφαρμόζουμε τη φωτογραφία.

Η πρώτη προσωπική αλλαγή αφορά τη μετάβασή μου για μόνιμη διαμονή στο νησί τής Σύρου από το 2000, μια μετοίκηση που κατά κάποιο τρόπο συνέβαλε στη μερική αυτονόμηση των μελών «Κύκλου». Η αύξηση τής διαφοράς ηλικίας ανάμεσα σε μένα και την πλειοψηφία των μελών ήταν ένα άλλο γεγονός που οδήγησε στην ίδια κατεύθυνση. Οι σχέσεις μας έχουν γίνει πολύ περισσότερο φωτογραφικές παρά κοινωνικές και φιλικές. Η παρουσία μου στην Αθήνα μόνον για δύο μέρες την εβδομάδα περιόρισε άλλωστε τις επαφές και τις συζητήσεις μας στις αναγκαίες και κυρίως στις αποκλειστικά φωτογραφικές. Ο «Κύκλος» πήρε έτσι πολύ περισσότερο τη μορφή μιας ομάδας με συγγενικές αναζητήσεις και απόψεις, από εκείνη μιας μεγάλης παρέας που διασκέδαζε ίσως περισσότερο από όσο φωτογράφιζε.

Η δεύτερη προσωπική αλλαγή αφορά το αυξημένο ενδιαφέρον μου και την έντονη ενασχόλησή μου με τον κινηματογράφο, παράλληλα βέβαια με τη φωτογραφία, αλλά και με διαφορετικό περιεχόμενο από αυτήν. Διαλέξεις, σεμινάρια και βιβλία γύρω από τον κινηματογράφο έκλεψαν αρκετές ώρες που άλλοτε αφιέρωνα αποκλειστικά στη θεωρία και τη διδασκαλία τής φωτογραφίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την μετοίκηση μου στη Σύρο, φάνηκε σε μερικούς σαν καλλιτεχνική και φιλική προδοσία και προτίμησαν να αποχωρήσουν. Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια στάση την κρίνω σαν κοντόφθαλμη και στείρα.

Παράλληλα όμως με τις παραπάνω χειροπιαστές αλλαγές είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μέσα μου μια αίσθηση κορεσμού από τη ρουτίνα τής πολυετούς ζωής τού «Κύκλου», μέσα στους ίδιους «κουρασμένους» χώρους και με την απαράλλακτη επικοινωνία με έναν κλειστό αριθμό προσώπων. Τα σεμινάριά μου είχαν ακριβώς τον ίδιο ρυθμό μέσα στο ίδιο περιβάλλον. Οι εκθέσεις μας ασφυκτιούσαν στον μικρό χώρο τού πρώην καφενείου, τον οποίο επισκέπτονταν ελάχιστοι. Οι συναντήσεις τής «Πέμπτης» διεξάγονταν απαράλλακτες, με τις ίδιες λίγο-πολύ φωτογραφίες, μπροστά στο ίδιο κοινό, μια και δεν γινόταν, λόγω τού μικρού και περιορισμένου χώρου, να προσκληθούν και «εξωκυκλικοί». Το περιοδικό μας σταμάτησε στα 13 τεύχη ελλείψει προθυμίας συνεργατών και χρημάτων. Οι εκδόσεις με φωτογραφίες των μελών σταμάτησαν ελλείψει αγοραστών. Η βιβλιοθήκη τού «Κύκλου» είχε πλησιάσει τους 4.000 τόμους, αλλά είχε σχεδόν πάψει να ανανεώνεται, μια και οι περιορισμένες οικονομικές μας δυνατότητες σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι ο καταιγισμός των νέων εκδόσεων δεν έφερνε συνήθως τίποτα πραγματικά νέο και αξιόλογο, είχαν σημαντικά επιβραδύνει τον εμπλουτισμό της.

Ο «Κύκλος», κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να αλλάξει με έναν ή περισσότερους τρόπους. Αυτό θα αναζωογονούσε τα μέλη του, έστω και αν συνεπαγόταν και σημαντική αλλαγή στη σύνθεσή τους, αλλά κυρίως θα έδινε νέο ενδιαφέρον σε μένα τον ίδιο, που είχα και τη μεγαλύτερη ευθύνη κινητοποίησής του.

Μια γενική κάμψη ενθουσιασμού ήταν άλλωστε φανερή όχι μόνο στον «Κύκλο» αλλά και στον γενικότερο φωτογραφικό χώρο. Σχολές φωτογραφίας έκλεισαν, περιοδικά σταμάτησαν την κυκλοφορία τους ή συρρικνώθηκαν, οι ανά τη χώρα φωτογραφικές ομάδες περιορίστηκαν σε έναν ελάχιστο αριθμό, ενώ όλο και περισσότεροι νέοι φωτογράφοι ασχολούνταν μόνο με την καριέρα τους αδιαφορώντας για ό,τι αποτελούσε γύρω τους τον κόσμο τής φωτογραφίας.

Η πρώτη αφορμή αλλαγής δόθηκε με την πολύ μεγάλη και πετυχημένη έκθεση που διοργανώσαμε σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη το 2001 με φωτογραφίες των μελών από την Αθήνα. Η συνεργασία αυτή μου έδωσε την ιδέα να προτείνω στο Μουσείο να διεξάγονται τού λοιπού τα σεμινάριά μου στο μικρό αμφιθέατρο τής οδού Κουμπάρη. Η πρόταση έγινε με χαρά δεκτή και έτσι από το 2003 τα σεμινάρια διεξάγονται σε έναν όμορφο και γενναιόδωρο χώρο, με τη γειτνίαση ενός πολύ ευχάριστου κυλικείου για τα διαλείμματά μας και με την φιλική παρουσία και επίβλεψη τού κυρίου Στέλιου Μαργαρίτη, φύλακα, εκ των παλαιοτέρων, τού Μουσείου, νέο μέλος τού «Κύκλου» και καλό πλέον γνώστη τής φωτογραφίας. Το σεμινάριο επεκτάθηκε σε διάρκεια και από τετράμηνο έφτασε πλέον να καλύπτει οκτώ μήνες από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Ιούνιο.

Η αλλαγή αυτή είχε και μια πρόσθετη ευεργετική συνέπεια. Έδωσε το μήνυμα στα μέλη, κάτι που δεν είχα καταφέρει ποτέ να καταστήσω σαφές, ότι ο «Κύκλος» και τα σεμινάριά μου δεν ταυτίζονταν αναγκαστικά, μια και τα σεμινάρια θα μπορούσα να τα διεξάγω σε τρίτους φιλόξενους χώρους, όπως έμπρακτα αποδεικνυόταν.

Το δεύτερο βήμα ήταν η διεξαγωγή των συναντήσεων τής Πέμπτης σε χώρους με δυνατότητα προσέλευσης μεγάλου αριθμού θεατών και με πιθανότητες καλύτερης δημοσιότητας. Μετά από λίγες απόπειρες σε θέατρα διαφόρων ιδρυμάτων, καταλήξαμε και πάλι στον φιλόξενο και καλαίσθητο χώρο τού Μουσείου Μπενάκη τής οδού Πειραιώς και στο μεγάλο του αμφιθέατρο των 400 θέσεων, χωρίς να παραλείψουμε να αναφερθούμε και εδώ στο επίσης άνετο κυλικείο του. Από το 2005 όλες μας οι συναντήσεις γίνονται εκεί και έχουν συγκεντρώσει ένα μέσο όρο θεατών που αγγίζει τους 300. Εκτός από παρουσίαση νέων Ελλήνων φωτογράφων (όχι μόνον μελών τού «Κύκλου»), κάνω ο ίδιος παρουσιάσεις μεγάλων σκηνοθετών, αλλά και προσκαλούνται για διαλέξεις καλλιτέχνες και επιστήμονες, που θίγουν ποικιλία θεμάτων. Έτσι, μας έχουν μέχρι σήμερα επισκεφθεί οι σκηνοθέτες κινηματογράφου Παντελής Βούλγαρης, Βασίλης Λουλές, Χρήστος Καρακέπελης, Εύα Στεφανή, Κατερίνα Φιλιώτου, οι συγγραφείς Βασίλης Αλεξάκης, Γιώργος Μπράμος, οι καθηγητές φιλοσοφίας Ευγενία Βεγλερή, Παύλος Σούρλας, η πιανίστα Λήδα Ζουρνατζή, ο αστροφυσικός Γιώργος Γραμματικάκης, οι ιδιοκτήτριες γκαλερί Τζούλια Δημακοπούλου, Μαρίνα Ηλιάδη, Ιλεάνα Τούντα, ο δικηγόρος Νίκος Φραγκάκης κ.ά.

Επομένως, οι δύο πιο σημαντικές δραστηριότητες τού «Κύκλου» (οι «Τετάρτες» των σεμιναρίων και οι «Πέμπτες» των συναντήσεων) φιλοξενούνται εδώ και μερικά χρόνια από το Μουσείο Μπενάκη. Επομένως η μνηστεία δεν θα ήταν πλέον απίθανο να καταλήξει και σε γάμο. Γιατί δηλαδή να μην έρθει η στιγμή, όπου ο «Φωτογραφικός Κύκλος» θα μπορέσει να μπει και πιο επίσημα κάτω από τη στέγη τού Μουσείου και να μετονομαστεί (πιθανόν) σε «Φωτογραφικό Κύκλο τού Μουσείου Μπενάκη».

Για την πραγματοποίηση αυτού τού (όχι και τόσο) μελλοντικού σχεδίου έπρεπε να λυθούν άλλα τέσσερα προβλήματα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες τού «Κύκλου», τα οποία ευτυχώς ήδη έχουν λυθεί.

Το πρώτο αφορά τις εκθεσιακές μας δραστηριότητες. Το Μουσείο μπορεί να μας δίνει τον απαραίτητο χώρο για να παρουσιάζουμε μία ή δύο φορές τον χρόνο μια φωτογραφική δουλειά, κάτι που θα έχει σημαντικά μεγαλύτερη βαρύτητα από τις μικρές εκθέσεις που κάναμε κάποτε στον ελάχιστο χώρο τού καφενείου μας.

Το δεύτερο αφορά τη μεγάλη φωτογραφική βιβλιοθήκη τού «Κύκλου». Μέχρι σήμερα η βιβλιοθήκη αυτή ήταν διαθέσιμη μόνο στα μέλη τού «Κύκλου», αφού οικονομικά επιβάρυνε το σωματείο. Αποφασίσαμε, όμως, να χαρίσουμε τη βιβλιοθήκη αυτή στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο είναι σε θέση καλύτερα από μας να συντηρήσει τα ήδη ταλαιπωρημένα από τον χρόνο και το διάβασμα βιβλία και να ανανεώσει και να εμπλουτίσει το περιεχόμενό της. Αυτό θα επιτρέπει επίσης σε κάθε ενδιαφερόμενο να τη συμβουλεύεται.

Το τρίτο πρόβλημα αφορούσε τον σκοτεινό θάλαμο τού «Κύκλου», ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθεί ποτέ στο Μουσείο λόγω απαιτήσεων χώρου και πολύπλοκων συνθηκών λειτουργίας. Τη λύση την έδωσε η ραγδαία εξάπλωση τής νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Τα τελευταία χρόνια ελάχιστα μέλη εργάζονταν πλέον στον θάλαμο. Έτσι η κατάργησή του δεν στενοχώρησε και πολλούς, αφού μάλιστα οι ελάχιστοι προσκολλημένοι στην παραδοσιακή επεξεργασία είχαν ήδη οργανωμένο θάλαμο στο σπίτι τους.

Το τέταρτο και τελευταίο πρόβλημα αφορούσε τις λίγες αναγκαίες κλειστές συναντήσεις των μελών. Το φιλόξενο Μουσείο και πάλι μάς άνοιξε τις πόρτες του, έτσι ώστε όποτε το επιθυμούμε μπορούμε να συγκεντρωνόμαστε κάτω από ιδιαίτερα άνετες συνθήκες.

Έτσι, μέσα σε ελάχιστα χρόνια οι βασικές δραστηριότητες τού «Κύκλου» (σεμινάρια, συναντήσεις, παρουσιάσεις, προβολές, εκθέσεις, βιβλιοθήκη) μεταφέρθηκαν σε χώρους τού Μουσείου Μπενάκη. Η έδρα τού σωματείου παραμένει στην ίδια διεύθυνση τής οδού Τσακάλωφ, όπου πλέον έχει τοποθετηθεί για χρήση από τα μέλη και ένας πολύ καλός σαρωτής φιλμ, ώστε να λειτουργεί σαν ένας «φωτεινός θάλαμος» για την ψηφιοποίηση των παλιών τους αρνητικών.

Οι αλλαγές αυτές επέτρεψαν τη δραστική μείωση των δαπανών τού «Κύκλου», με συνέπεια την για πρώτη φορά εξίσου δραστική μείωση τής ετήσιας εισφοράς, η οποία από 365 ευρώ μειώθηκε στα 200. Επέτρεψαν το άνοιγμα τού «Κύκλου» σε πολύ περισσότερους θεατές των εκδηλώσεών του. Επέτρεψαν την οικονομική και διοικητική του χειραφέτηση από τη δική μου αναγκαία μέχρι σήμερα παρουσία και παρέμβαση. Επέτρεψαν την ελπίδα ότι ο «Κύκλος» κάτω από τη στέγη ενός σημαντικού και φιλόξενου Μουσείου έχει ελπίδες να επιβιώσει ανεξάρτητα από τη δική μου παρουσία ή από εκείνη των ιδρυτικών του μελών. Επέτρεψαν τη λειτουργία τού σωματείου κάτω από συνθήκες πολύ πιο άνετες, έως μερικές φορές και πολυτελείς.

Οι αλλαγές αυτές προσέφεραν όχι λίγα οφέλη και στο Μουσείο. Τού προσέφεραν μια ζωντανή και κυρίως νεανική κοινότητα ανθρώπων που δίνει φρέσκια πνοή στη λειτουργία τού Μουσείου. Τού προσέφεραν ενδιαφέρουσες και ανέξοδες εκδηλώσεις κάθε Πέμπτη, γεμίζοντας ένα αμφιθέατρο με ένα ενθουσιώδες κοινό. Τού προσέφεραν μια ανεκτίμητη και πολύ μεγάλη φωτογραφική βιβλιοθήκη, τής οποίας πάρα πολλά βιβλία είναι δυσεύρετα ή εξαντλημένα.

Ελπίζω η συνεργασία αυτή να συνεχίσει και να αποδώσει ακόμα περισσότερους καρπούς. Αισθάνομαι μάλιστα τη χαρά, περισσότερο και από την ανάγκη, να εκφράσω την αγάπη μου σε όλους τους ιθύνοντες, καθώς και στα μικρά και μεγάλα τα στελέχη τού Μουσείου Μπενάκη με τους οποία συνεργαζόμαστε αρμονικά και με αγάπη πρωτόγνωρη για τα δεδομένα τού (σχεδόν) δημόσιου χώρου. Ενδεικτικά και ιδιαίτερα θέλω να αναφερθώ στον Άγγελο Δεληβοριά και στην Ειρήνη Γερουλάνου, αλλά και σε όλα τα στελέχη των γραφείων. Στην Αιμιλία και στον Μαρίνο Γερουλάνο, αλλά και σε όλα τα μέλη τού Διοικητικού Συμβουλίου. Στη Φανή Κωνσταντίνου, αλλά και σε όλο το προσωπικό τού Φωτογραφικού Αρχείου. Στον αγαπητό μας Στέλιο Μαργαρίτη, αλλά και σε όλους τους φύλακες. Στον Μανώλη Μπλαζάκη και τον Γιάννη Ζερβάκη, αλλά και σε όλους τους τεχνικούς. Και, τέλος, στον Τάκη..., αλλά και σε όλους τους σερβιτόρους των κυλικείων.

Η σύνθεση των μελών τού «Κύκλου» έχει ελαφρώς αλλάξει από το παρελθόν. Εκτός από τις κατηγορίες που ανέφερα στο σημείωμά μου για τη δεκαετή επέτειο, προστέθηκαν και άλλες τρεις κατηγορίες που από νυν έγιναν πρώην μέλη. Εκείνοι που ερχόντουσαν κυρίως για την κοινωνική συναναστροφή στο καφενείο μας, εκείνοι που, παραδόξως, αντιμετώπιζαν τον «Κύκλο» σαν εκπτωτικό κατάστημα και αγόραζαν φωτογραφικά είδη και βιβλία με μειωμένες τιμές και, τέλος, εκείνοι (πολύ λίγοι ευτυχώς) που δεν συμφώνησαν με το κινηματογραφόφιλο ενδιαφέρον μου. Οι νέες συνθήκες προφανώς δεν τους καλύπτανε και γι' αυτό δικαίως έφυγαν.

Τα μέλη τού «Κύκλου» σήμερα (το σωματείο μας αριθμεί 160 μέλη) ασχολούνται ενεργά με τη φωτογραφία σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από άλλοτε. Προσέρχονται τις Πέμπτες σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από άλλοτε. Και, τέλος, αριθμούν πολύ λιγότερες (από το παρελθόν) άμετρες προσωπικές φιλοδοξίες. Αυτά τα χαρακτηριστικά κάνουν τον «Κύκλο» κατά τη γνώμη έναν ζωντανό και παραγωγικό οργανισμό.

Στο παλιό μας μανιφέστο θα έπρεπε να προστεθεί μία ακόμα παράγραφος που να αφορά την ψηφιακή τεχνολογία. Δεν φοβόμαστε την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά αντιθέτως χαιρόμαστε για τις ευκολίες που προσφέρει, οι οποίες φέρνουν περισσότερο κόσμο κοντά στη φωτογραφία. Το γεγονός ότι το κόστος τής φωτογράφισης είναι πλέον μηδαμινό, όπως επίσης η ευκολία ότι ο θάλαμός μας είναι πλέον ο υπολογιστής μας, ο οποίος και «φωτεινός» είναι και σε κάθε σπίτι βρίσκεται, δεν μπορεί παρά να είναι κάτι που μας δίνει χαρά. Οι νέες όμως τεχνολογίες δημιουργούν και νέα προβλήματα που απαιτούν νέα αντιμετώπιση. Πάνω σε αυτά σκεφτόμαστε τώρα και δεν είναι απίθανο οι νέες λύσεις να μας δώσουν και νέα ώθηση για τη φωτογραφία.

Η νέα ψηφιακή τεχνολογία μάς έδωσε και την ιδέα να εκθέσουμε τη δουλειά μας σε οθόνες monitor αντί για τον παραδοσιακό τρόπο με κάδρα και πασπαρτού. Είναι σίγουρο ότι η μέθοδος αυτή θα ξενίσει πολλούς, οι οποίοι δυσκολεύονται γενικώς με κάθε είδους αλλαγές. Εντούτοις, αφενός πρέπει να συνηθίσουμε ότι η φωτογραφία σαν εικόνα μπορεί να χρησιμοποιεί την οθόνη, αφού μάλιστα η τελευταία έχει γίνει κυρίαρχο στοιχείο τής ζωής μας, και αφετέρου πρέπει να μάθουμε να εκμεταλλευόμαστε οτιδήποτε ευνοεί τη φτηνότερη και μεγαλύτερη διάδοση των φωτογραφιών. Στον χώρο τής ίδιας έκθεσης με τον παραδοσιακό τρόπο θα μπορούσαμε να εκθέσουμε περί τις 60 μεσαίου μεγέθους φωτογραφίες με ένα αρκετά υψηλό κόστος παραγωγής των φωτογραφιών. Τώρα μπορούμε να εκθέσουμε απεριόριστο αριθμό φωτογραφιών στο ίδιο ή και μεγαλύτερο μέγεθος με μηδενικό κόστος παραγωγής. Ο αριθμός των περίπου 1.200 φωτογραφιών που εκθέτουμε είναι ηθελημένα περιορισμένος (!) για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο δουλειάς και να μπορέσει ο θεατής να δει, σε μία ή περισσότερες επισκέψεις του, όλες τις φωτογραφίες. Αυτό μας δίνει χαρά γιατί μπορούμε να δείξουμε τη δουλειά 70 ή 80 φωτογράφων και μάλιστα με αρκετά δείγματα από τον καθένα, ώστε να προκύψει (αν και όπου βέβαια υπάρχει) η προσωπική προσέγγιση και πρόταση, και όχι δουλειά 60 φωτογράφων με μία φωτογραφία σαν δείγμα. Μας δίνει επίσης χαρά γιατί ο θεατής θα έχει πράγματι άφθονο υλικό να μελετήσει, να απολαύσει ή να απορρίψει, και δεν θα παρατηρείται το φαινόμενο των ταλαίπωρων θεατών που αναλώνουν αρκετά λεπτά μπροστά σε μια φωτογραφία προσπαθώντας να τηρήσουν τα προσχήματα μιας ευγενικής επίσκεψης ή ελπίζοντας πως μέσα από την ποιότητα τής εκτύπωσης θα ανακαλύψουν μια ουσιαστική ποιότητα που πολύ φυσικά δεν αναγνωρίζουν. Άλλωστε μια μελέτη τού προ δωδεκαετίας μανιφέστου δείχνει ότι από τότε είμαστε ανοικτοί σε κάθε είδους παρουσίαση που δεν πριμοδοτούσε την υλικότητα τής φωτογραφικής εικόνας.

Η τελευταία παράγραφος τού σημειώματός μου για τα δέκα χρόνια τού «Κύκλου» περιλάμβανε διαπιστώσεις σχετικά με την προσφορά τού σωματείου, καθώς και σχέδια και ευχές για το μέλλον. Η προσφορά τού «Κύκλου» στα μέλη και στην καλλιτεχνική κοινότητα εξακολουθεί να ισχύει και να επαυξάνει. Αψευδής μάρτυρας γι' αυτό είναι η συνεχής αναγνώριση αυτής τής προσφοράς τόσο από μέλη που έχουν για διαφόρους λόγους αποχωρήσει, όσο και από αντιπάλους των καλλιτεχνικών απόψεών μας. Αλλά και η απλόχερη φιλοξενία και στέγη που μας προσφέρει το Μουσείο Μπενάκη είναι και αυτή μια απόδειξη τού σεβασμού που διαχέει το εικοσαετές έργο τού «Κύκλου». Οι ευχές και τα σχέδια για το μέλλον ισχύουν επίσης με μικρές αλλαγές. Η επικοινωνία μας με τη φωτογραφία τού εξωτερικού δείχνει με μικρά βήματα να βελτιώνεται. Το επίπεδο τής φωτογραφίας τού «Κύκλου» σε σύγκριση με το ίδιο προ δεκαετίας δείχνει κατά τη γνώμη μου μία βελτίωση στο σύνολό του και πάντως δεν χαρακτηρίζεται από στασιμότητα. Η συνεργασία μας με το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα νέο επίτευγμα, αλλά ταυτόχρονα και ένας νέος στόχος για πιο μόνιμο και αποδοτικό δεσμό. Η μόνη οπισθοδρόμηση παρατηρείται στον εκδοτικό τομέα, όπου το κόστος των εκδόσεων, η απροθυμία ή η ανυπαρξία των χορηγών, οι ανυπέρβλητες δυσκολίες διανομής και η αδιαφορία των αγοραστών έχει καταδικάσει σε αφάνεια κάθε σοβαρή καλλιτεχνική φωτογραφική έκδοση. Η έλλειψη όμως αυτή έχει αντικατασταθεί από την ιστοσελίδα τού «Φωτογραφικού Κύκλου» (www.photocircle.gr), η οποία προσφέρει τόσες πληροφορίες, κείμενα και φωτογραφίες, ώστε να είναι η πιο δημοφιλής σε επισκεψιμότητα φωτογραφική ιστοσελίδα τής χώρας μας.


Δέκα χρόνια «Κύκλος» (1988-1998) *

* Το κείμενο αυτό, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο τού «Φωτογραφικού Κύκλου» Πλάτωνα Ριβέλλη, δημοσιεύτηκε με αφορμή την ομαδική έκθεση φωτογραφίας των μελών τού «Κύκλου» το 1988 στο Σπίτι τής Κύπρου με τον τίτλο «Δέκα χρόνια «Κύκλος».


Όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια εγκατέλειψα την άσκηση τής δικηγορίας και άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά και αποκλειστικά με τη φωτογραφία, δεν μπορούσα να φανταστώ τη συνέχεια, ούτε σαν περιεχόμενο ούτε σαν ταχύτητα εξελίξεων. Μέσα στα πέντε επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου και τις ικανότητές μου ως φωτογράφου, εκδότη, καταστηματάρχη, συγγραφέα και δασκάλου, κατέληξα ότι το πιο ενδιαφέρον και το πιο σημαντικό από όσα με είχαν απασχολήσει στον νέο χώρο ενδιαφερόντων μου ήταν η διδασκαλία τής φωτογραφίας. Όλα τα υπόλοιπα, αν και όχι αμελητέα, λειτουργούσαν περισσότερο σαν πλαίσιο και ενίσχυση αυτής. Μόνο που η δουλειά ενός δασκάλου καλλιτεχνικής φωτογραφίας, που ήταν το περιεχόμενο τού μαθήματός μου, αφού αυτό μόνο με ενδιέφερε και αυτό μόνο γνώριζα, δεν μπορούσε να τελειώνει στην παρουσίαση γενικών αρχών, ούτε αποκλειστική μου ικανοποίηση μπορούσε να είναι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των εναλλασσόμενων μαθητών.

Κάνοντας τότε μια μικρή ανασκόπηση διαπίστωσα με παράπονο ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές μου των περασμένων χρόνων, ακόμα και εκείνοι τους οποίους θεωρούσα πολύ ικανούς, είχαν απομακρυνθεί από τη φωτογραφία. Σκέφτηκα επομένως ότι αυτό που χρειάζεται ο νέος φωτογράφος (νέος στη φωτογραφία, όχι αναγκαστικά στην ηλικία) είναι μια συμπαράσταση. Η φωτογραφία είναι εύκολη και όχι απρόσιτη για τον κόσμο. Γι' αυτό όμως γίνεται ιδιαίτερα άχαρη, ή και σκληρή ακόμα, όταν κάποιος ανακαλύψει τις δυσκολίες της και όταν μάλιστα ο περίγυρός του αδυνατεί πλέον να τον παρακολουθήσει.

Τι όμως είναι αυτό που απαιτείται για τη συμπαράσταση σε έναν νέο καλλιτέχνη τής φωτογραφίας; Και εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η λέξη «καλλιτέχνης» δεν χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην ποιότητα, αλλά στην σοβαρότητα με την οποία κάποιος αντιμετωπίζει τη φωτογραφία. Από την προσωπική μου πείρα ως δασκάλου και φωτογράφου είχα καταλάβει ότι υπάρχουν παράγοντες υλικοί και ηθικοί που θα ήταν, όχι βέβαια απαραίτητοι για τη στήριξη ενός φωτογράφου, αλλά πάντως χρήσιμοι. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται ένας καλά οργανωμένος θάλαμος (πράγμα σχετικά προσιτό για τους περισσότερους) και μια πλήρης και άριστα ενημερωμένη βιβλιοθήκη (πράγμα σχεδόν απρόσιτο για έναν άνθρωπο μόνο του). Οι δικές μου γνώσεις στηρίχτηκαν κυρίως στα βιβλία. Από αυτά έμαθα και μαθαίνω φωτογραφία και μάλιστα, όπως είναι νομίζω φυσικό, λιγότερο διαβάζοντας και περισσότερο βλέποντας. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγεται κυρίως η ανάγκη διαρκούς κριτικής και συζήτησης γύρω από τη φωτογραφία, μέσα βέβαια στο πλαίσιο ενός αποδεκτού στόχου και διαλόγου. Υπάγεται επίσης η ανάγκη για τη δημιουργία κινήτρων, που θα δώσουν την ευκαιρία στον δημιουργό να ξεπεράσει τις καλλιτεχνικές αναστολές του μέσα από την επιθυμία του να υπηρετήσει τον συγκεκριμένο κάθε φορά στόχο.

Αυτά όμως τα καθαρώς φωτογραφικά ελατήρια, αν και αρκετά για να με κάνουν να αποφασίσω την ίδρυση ενός ειδικευμένου χώρου, ενισχύθηκαν από άλλες δύο διαπιστώσεις: αφενός την ανάγκη που έχουν (μερικοί, όχι όλοι) να μην νιώθουν μόνοι με τις καλλιτεχνικές τους σκέψεις και ανησυχίες, που δεν μετρούν με την ίδια βαρύτητα για τον υπόλοιπο κόσμο, και αφετέρου τη σημασία που έχει στη σημερινή κοινωνία η ύπαρξη μικρών πυρήνων συγκέντρωσης ανθρώπων με κοινές ιδέες και ελπίδες, που δεν είναι αναγκαστικά αυτές που προβάλλονται από το σύνολο τής κοινωνίας. Οι μικροί αυτοί πόλοι υγιούς, θα έλεγα, αντίστασης στην ισοπέδωση που επιφέρουν οι άνωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενοι ως αυτονόητοι και μοναδικοί στόχοι, με την συνήθως μονοσήμαντη και ωφελιμιστική τους διάσταση, αποτελούν σχεδόν την μόνη δυνατή και αποτελεσματική πολιτική πράξη.

Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν, την άνοιξη τού 1988, στη σύσταση ενός Σωματείου ύστερα από πρωτοβουλία δική μου και σε συνεργασία με μερικούς μαθητές μου, με έδρα το ισόγειο τής οδού Τσακάλωφ 44 και επωνυμία «Φωτογραφικός Κύκλος». Η λέξη «Φωτοχώρος», τής οποίας η πατρότητα οφείλεται από το 1984 στον φίλο μου Χρίστο Ζουράρι και την οποία είχαμε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά βαφτίζοντας το κατάστημα φωτογραφικών ειδών που λειτούργησε στην ίδια διεύθυνση από το 1984 μέχρι το 1990, δεν προτιμήθηκε, επειδή δεν θέλαμε να δημιουργηθεί σύγχυση ανάμεσα στο τότε γνωστό εμπορικό μαγαζί μας και στο νεότευκτο σωματείο. Άλλωστε, η λέξη «Κύκλος» συμβόλιζε και την έννοια τής παρέας, έννοια που θέλαμε να τονίσουμε, πέραν τού ότι παρέπεμπε και στον «φαύλο» γεννώντας ποικίλους συνειρμούς. Όσο για το όνομα Quark, που προέκυψε από τις επιστημονικο-καλλιτεχνικές συζητήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη κατά τη δεκαετία τού '70 και που χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος τής αίθουσας στην οδό Αραχώβης 22, όπου παρέδιδα τα σεμινάριά μου από το 1981 μέχρι το 1988, έπρεπε να εγκαταλειφθεί ως δυσνόητο, ξενόγλωσσο, αλλά και για να τονιστεί η αλλαγή πλεύσης με την ίδρυση τού «Κύκλου».

Ο αρχικός ενθουσιασμός μάς παρέσυρε, όπως ήταν φυσικό, σε μερικά σφάλματα, κυριότερο των οποίων ήταν η επιθυμία μας να μετρούμε την επιτυχία τού «Κύκλου» με την αύξηση των μελών του. Σιγά-σιγά όμως καταλάβαμε ότι το σημαντικό είναι μια κοινή γλώσσα, ένα κοινό ήθος και ενδεχομένως μια κοινή άποψη, που θα συνδέουν τα μέλη μεταξύ τους, μια και δεν μπορεί να αναπτυχθεί, από τη φύση των σκοπών τού Σωματείου, ένας δεσμός πάνω σε μετρήσιμα κοινά υλικά συμφέροντα. Αυτό έγινε εν τέλει δυνατό και οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη τού «Κύκλου» ξεκινούν τη συμμετοχή τους σ' αυτόν από ένα τετράμηνο βασικό σεμινάριο εισαγωγής στην καλλιτεχνική φωτογραφία, που παραδίδω ο ίδιος. Αυτό, αν δεν εξασφαλίζει κοινές απόψεις, διευκολύνει πάντως την αμοιβαία κατανόηση και τη χρήση κοινής διαλέκτου, έστω και για να οροθετήσουμε τις διαφωνίες μας. Θεωρώ πάντως άδικο και αυθαίρετο να χαρακτηρίζονται όλα τα μέλη τού «Κύκλου» εσαεί μαθητές μου, μόνο και μόνο επειδή κάποτε υπέστησαν τη διδασκαλία μου επί ένα τετράμηνο μέσα σε δέκα χρόνια, όπως επίσης να θεωρείται ο «Κύκλος» σχολείο ή συνάθροιση μαθητών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο διάστημα των τελευταίων δεκαεπτά χρόνων δίδαξα στο πλαίσιο των σεμιναρίων μου σε σχολεία, Πανεπιστήμια και ιδιωτικά τμήματα μερικές χιλιάδες μαθητών, ενώ τα μέλη τού «Κύκλου» σήμερα δεν ξεπερνούν τα διακόσια τριάντα.

Αυτό τελικά που πρότεινε ο «Κύκλος» ήταν μια ιδιότυπη σύνθεση δραστηριοτήτων και προσφορών, τέτοια που δυσκολεύει τον ακριβή χαρακτηρισμό του. Σεμινάρια, συναντήσεις, διαλέξεις, προβολές, βιβλιοθήκη, σκοτεινός θάλαμος, εκδόσεις και εκθέσεις. Αρχικά πίστεψα ότι πολλοί φωτογράφοι και δάσκαλοι θα γινόντουσαν μέλη, έστω (και δεν είναι λίγο) για τη χρήση τής σημαντικής βιβλιοθήκης και για την περιέργεια να παρακολουθούν τη δουλειά πολλών νέων φωτογράφων. Η ελπίδα μου αυτή διαψεύστηκε, με αρκετή έκπληξή μου είναι αλήθεια, αλλά πιθανόν αυτό να ήταν τελικά πιο σωστό και πιο ωφέλιμο. Άλλωστε ο «Κύκλος» έπρεπε κατά την άποψή μου να έχει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης παρέας. Σήμερα μπορώ να πω ότι υπάρχει μεγάλη συγγένεια και συνάφεια μεταξύ των μελών και γι' αυτό ο «Κύκλος» έχει «χαρακτήρα» και «κατεύθυνση». Για πολλούς «εξωκυκλικούς» το γεγονός αυτό είναι αρνητικό και το εκλαμβάνουν ως ομοιομορφία ή, ακόμα χειρότερα, ως ισοπέδωση. Έχω συχνά φέρει σαν παράδειγμα την πολιτική τής καθολικής εκκλησίας σε σχέση με τα μοναχικά τάγματα. Εκεί όλοι υπηρετούν τον Θεό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ο χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις ενός Φραγκισκανού, ενός Ιησουΐτη και ενός Τραπιστή μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν και να αποδώσουν έργο κάτω από την ίδια στέγη. Για τον λόγο αυτόν υπάρχουν και αναπτύσσονται πολλές απόψεις σε διαφορετικές ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες εργάζεται αρμονικά, επειδή τα μέλη που την συναπαρτίζουν συμφωνούν σε έναν βασικό αριθμό κοινώς αποδεκτών μεθόδων και αντιλήψεων.

Είναι όμως γεγονός ότι οι Έλληνες δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια τής λέσχης, τής ομάδας που υπάρχει λόγω γενικών επιλογών και όχι συμφερόντων. Πολύ ευκολότερα ένας Έλληνας θα αντιλαμβανόταν την ανάγκη μιας συνδικαλιστικής ή αθλητικής ομάδας, ή την ύπαρξη ενός κόμματος, όπου ο ορατός κοινός σκοπός θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες για την ύπαρξή τους ισορροπίες, και πολύ δύσκολα την ανάγκη για μια ομάδα, τής οποίας η ύπαρξη θα ήταν και ο τελικός σκοπός. Ο «Κύκλος» δηλαδή δεν υπάρχει για να εκπληρώσει ένα έργο επί τής γης ή για να εξασφαλίσει την ευημερία των μελών του, τα οποία θεωρητικώς θα μπορούσαν και από μόνα τους να κάνουν ό,τι κάνουν εντός «Κύκλου». Υπάρχει γιατί υπόσχεται και εξασφαλίζει στα μέλη του κάτι που είναι αναγκαίο μόνον στον βαθμό που κάποιος αισθάνεται την έλλειψή του: Μια κοινή ποιότητα, μια συντροφικότητα, μια ανταλλαγή, μια αλληλοεκτίμηση και μια αμοιβαία συμπάθεια. Αυτά για μερικούς διευκολύνουν το έδαφος τής δημιουργίας και γι' αυτό τα αποζητούν, ιδιαιτέρως μάλιστα στην εποχή μας, όπου επικρατεί μια γενική σύγχυση κάτω από έναν ασφυκτικό μανδύα ωφελιμισμού και αποτελεσματικότητας. Όταν ως καλλιτέχνης πρεσβεύεις τη γοητεία τού άχρηστου, έχεις συνήθως την επιθυμία να βρεις και άλλους για να την μοιραστείς. Η εποχή μας βέβαια δεν έχει ανάγκη καλλιτεχνικών ομάδων που προσπαθούν να επιβάλλουν με μαχητικό τρόπο καλλιτεχνικές απόψεις δήθεν αλάνθαστες, όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο με πολλά γνωστά και σημαντικά κινήματα. Οτιδήποτε όμως δίνει απάντηση στην απομόνωση και στον ατομικό ανταγωνισμό είναι αναγκαίο και ευπρόσδεκτο. Και ο «Κύκλος» καλύπτει εν μέρει αυτήν την ανάγκη.

Τα χαρακτηριστικά, ή, αν προτιμάτε, το «προφίλ», των μελών τού «Κύκλου» άρχισαν με τον καιρό να διαμορφώνονται μέσα από το είδος τής φωτογραφίας τους και από τον τρόπο τής καλλιτεχνικής συμπεριφοράς τους. Αυτό δεν έγινε με κάποια αυταρχική απόφαση, αλλά σταδιακά μέσα από τις συζητήσεις και τις έσωθεν επιλογές. Δεν υπάρχει δηλαδή μια εκ των προτέρων επιλογή μελών βάσει κριτηρίων. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει μέλος τού «Κύκλου», αρκεί να το επιθυμεί και να καταβάλει την ετήσια εισφορά. Μόνο που αφού βρεθεί μέσα στον «Κύκλο», αν διαπιστώσει ότι η φωτογραφία που ο ίδιος κάνει δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των υπολοίπων (η γνώμη των οποίων εκφράζεται μέσα από οργανωμένες ή τυχαίες συναντήσεις), ή ότι ο ίδιος δεν εκτιμά το έργο των άλλων, είναι λογικό και αναμενόμενο να αποχωρήσει. Πράγματι, μελετώντας τον κατάλογο των πρώην μελών τού «Κύκλου» διαπίστωσα τρεις κατηγορίες μελών που αποχώρησαν. Την πρώτη και μεγαλύτερη απαρτίζουν όσοι ήρθαν, χάρηκαν, συμφώνησαν, αλλά εγκαταλείψανε τη «μαχόμενη» καλλιτεχνική φωτογραφία. Γι' αυτούς ο «Κύκλος» υπήρξε μια χρήσιμη και ευχάριστη παρένθεση, χωρίς από κει και πέρα να μπορεί να τους προσφέρει κάτι περισσότερο, μια και έπαψαν να ασχολούνται σοβαρά με τη φωτογραφία. Η δεύτερη αριθμεί πολύ λιγότερους. Πρόκειται για εκείνους που οδηγήθηκαν σε ένα είδος φωτογραφίας πολύ μακριά από την αισθητική άποψη τού «Κύκλου». Και η τρίτη, και χαρακτηριστικά πιο ενδιαφέρουσα, περιλαμβάνει επίσης λίγους, εκείνους που πέτυχαν κάπως σε έναν χώρο εφαρμοσμένης εμπορικής φωτογραφίας. Δεν πρόκειται φυσικά για όλους τους «επαγγελματίες», μερικοί από τους οποίους παραμένουν στον «Κύκλο» χάριν τής προσωπικής τους δουλειάς, αλλά για εκείνους για τους οποίους- τουλάχιστον έτσι υποθέτω - η επαγγελματική επιτυχία στάθηκε ηθικά πιο σημαντική και τους απορρόφησε τον χρόνο, αλλά και την αντοχή να υποβάλουν σε συνεχή κρίση και αμφισβήτηση τη δουλειά τους. Δεν πρέπει βέβαια να παραλείψω μιαν αυτονόητη τέταρτη κατηγορία μελών, που, χωρίς να εμπίπτουν σε καμιά από τις προηγούμενες, αποχώρησαν, είτε λόγω προσωπικών διαφωνιών είτε λόγω αδυναμίας τους να λειτουργήσουν σε πολυπληθείς παρέες.

Η φιλοσοφία τού «Κύκλου» και ο κορμός των απόψεών του διαμορφώθηκε πρωτίστως από μένα που υπήρξα και ο ιδρυτής και ο δάσκαλος, και ο γηραιότερος από όλους τους υπόλοιπους, αλλά επηρεάστηκε σημαντικά από όλα τα μέλη, τα οποία επέδρασαν σταδιακά και στις επιλογές και πάνω στις δικές μου ιδέες. Πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι μου δάσκαλοι, πέρα φυσικά από τα βιβλία, υπήρξαν οι μαθητές μου. Και νομίζω ότι τόσο οι απόψεις μου, όσο και η διδασκαλία μου, υπέστησαν πολλές διορθώσεις πορείας τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν βέβαια παράλογο να συμβεί το ίδιο και με τις βασικές κατευθύνσεις, αφού αυτές στηρίζονται σε γενικότερες αισθητικές και ηθικές απόψεις, που ούτε εύκολα, ούτε σε ώριμη ηλικία μπορούν να αλλάξουν, τουλάχιστον χωρίς να συμπαρασύρουν και άλλα ζωτικά στηρίγματα. Ένα σκιαγράφημα των απόψεων αυτών αποτέλεσε περιεχόμενο ενός μικρού μανιφέστου που δημοσιεύσαμε πριν από δύο χρόνια, για να δείξουμε ότι ο «Κύκλος» έχει κάποιες αρχές και δεν αποτελεί συνονθύλευμα διαφορών, αλλά και για να τονίσουμε ότι οι αρχές αυτές είναι πολύ γενικές και όχι αμετακίνητες. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι τα περισσότερα μέλη τις ασπάζονται.

Οι δραστηριότητες τού «Κύκλου» κινούνται γύρω από τη φιλοσοφία του. Το βασικό σεμινάριο αποτελεί την εισαγωγή, τη βάση, από την οποία ξεκινάει η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο «Κύκλος». Μετά από αυτό μπορεί κανείς να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει καλύτερα τη βιβλιοθήκη του. Μια βιβλιοθήκη που αριθμεί περί τα τρεις χιλιάδες φωτογραφικά βιβλία και που ενημερώνεται συνεχώς με τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν διεθνώς, με ένα πολύ υψηλό ετήσιο κόστος ενημέρωσης. Από το σεμινάριο όμως ξεκινάει και η διαμόρφωση μιας γλώσσας συνεννόησης μεταξύ μας, την οποία χρησιμοποιούμε για την μετέπειτα κριτική και επικοινωνία. Το σεμινάριο αυτό ακολουθείται από περισσότερα και μικρότερα σε διάρκεια σεμινάρια, που έχουν ως στόχο τη διατήρηση και καλλιέργεια των μελών στη φωτογραφική πρακτική, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν την ενημέρωσή τους σε νέες ιδέες και απόψεις. Τέτοια σεμινάρια είναι: Το «σεμινάριο παλαιών» που γίνεται μια Παρασκευή κάθε μήνα, όπου συζητιούνται portfolios και παρουσιάζεται η δουλειά νέων αλλοδαπών φωτογράφων ή προσεγγίζονται νέα καλλιτεχνικά θέματα. Το «σεμινάριο τής Πάρου», όπου σε ατμόσφαιρα ευχάριστη αν και πιεστική, γίνεται καθημερινή φωτογράφιση και κριτική επί δεκατρείς ημέρες, με παράλληλη προβολή και συζήτηση ταινιών πάνω σε θέματα που σχετίζονται με διαφόρους καλλιτεχνικούς χώρους. Το «σεμινάριο τής Τοσκάνης», όπου επί δεκαπέντε μέρες επιδιώκεται, παράλληλα με την καθημερινή φωτογράφιση και κριτική, η καλλιέργεια και η έμπνευση που αυτοί οι φορτισμένοι από την Αναγέννηση χώροι μπορούν να προσφέρουν. Μεγάλη υπήρξε και η ικανοποίησή μου βλέποντας πολλούς από τους πρώην μαθητές μου και μέλη τού «Κύκλου» να διδάσκουν και αυτοί με τη σειρά τους σε άλλα σεμινάρια και σχολές.

Πέραν όμως από τα σεμινάρια σημαντικότατο ρόλο στην επικοινωνία μέσα στον «Κύκλο» παίζουν οι «Πέμπτες», όταν δηλαδή κάθε βδομάδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός μελών για να δει και να συζητήσει τη δουλειά άλλων φωτογράφων-μελών ή και τρίτων Ελλήνων ή αλλοδαπών προσκεκλημένων φωτογράφων. Τις μέρες αυτές έχουν μερικές φορές πραγματοποιηθεί και διαλέξεις πάνω σε διάφορα εκτός φωτογραφίας θέματα που είναι λογικό και σωστό να απασχολούν τους νέους καλλιτέχνες. Η επικοινωνία όμως και η ανταλλαγή απόψεων είναι συνεχής στον «Κύκλο», αφού εκεί στηρίζεται και η δικαίωση τής ύπαρξής του. Έτσι, στο καφενείο του ή στη βιβλιοθήκη του συνεχώς θα συναντήσει κανείς φωτογράφους να δείχνουν φωτογραφίες τους ο ένας στον άλλον και να συζητούν για διάφορες φωτογραφικές απόψεις τους.

Εκείνο βέβαια που όλοι γνωρίζουμε, αλλά που γίνεται οδυνηρά αντιληπτό από κάποιον που διδάσκει, είναι η έλλειψη μιας οποιασδήποτε καλλιτεχνικής καλλιέργειας και επαφής με το καλλιτεχνικό γεγονός (τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) λόγω σχετικής αδυναμίας ή αδιαφορίας τού σχολικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος. Την έλλειψη αυτή προσπαθούμε να καλύψουμε στον «Κύκλο» με οργάνωση σεμιναρίων και διαλέξεων που έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία τής Τέχνης, τη Μουσική κ.α. ή και με την οργάνωση προβολών με ταινίες που έχουν για περιεχόμενο σημαντικά κινηματογραφικά ή μουσικά έργα και συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις διάσημων καλλιτεχνών.

Ο εξοπλισμός τού «Κύκλου» προσπάθησε πάντοτε να υπηρετεί την άνεση και την ποιότητα. Εξίσου καλοί φωτογράφοι θα μπορούσαν να γεννηθούν χωρίς κλιματισμό ή μοκέτα. Εντούτοις πιστεύουμε ότι η αναζήτηση τής ποιότητας είναι καλό να καλύπτει κάθε πλευρά και να σε προστατεύει έστω και από τον πειρασμό τής κυρίαρχης «μιζέριας». Τα καλά μηχανήματα εκτύπωσης και αντιγραφής και τα πιο σύγχρονα μηχανήματα για την προβολή ταινιών, φωτογραφιών ή αρνητικών κάνουν τους φωτογράφους-μέλη να σέβονται και να εκτιμούν περισσότερο τον χώρο τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δέκα αυτά χρόνια δεν έχουμε να αναφέρουμε κανένα δείγμα βανδαλισμού ή κλοπής, ενώ όλα τα ακριβά αυτά μηχανήματα βρίσκονται ελεύθερα για την χρήση των μελών.

Η αγάπη για τα βιβλία προδίδει και την ανάγκη μας να καταθέτουμε συνεχώς τις μικρές μας προσπάθειες σε εκδόσεις και δημοσιεύσεις. Παράλληλα, η ανάγκη τής διδασκαλίας μου με οδήγησε, λόγω ανυπαρξίας σχετικής θεωρητικής βιβλιογραφίας στα ελληνικά, να συγγράψω βιβλία για την τεχνική, την αισθητική και την ιστορία τής φωτογραφίας. Η συνολική εκδοτική μας δραστηριότητα, που ξεπέρασε ήδη τα πενήντα βιβλία, στεγάστηκε κάτω από μια επιχείρηση με το όνομα «Φωτοχώρος», που περιλαμβάνει και το περιοδικό μας με το ίδιο όνομα, και την γκαλερί-καφενείο. Έτσι δεν υποχρεώθηκε στη λήθη το όνομα αυτό, που για πολλούς είναι συνώνυμο τού «Φωτογραφικού Κύκλου».

Η έκδοση ενός περιοδικού εντύπου αποτέλεσε πάντοτε προσωπική μου ανάγκη. Το περιοδικό, κάθε περιοδικό, επιτυγχάνει μιαν ιδιότυπη επικοινωνία. Άλλωστε το παρελθόν μου κάτι τέτοιο προμήνυε, αφού στο δημοτικό είχα επιχειρήσει την έκδοση μιας μαθητικής εφημερίδας («Μαθητική Σάλπιγξ»!) και στο Πανεπιστήμιο ενός φοιτητικού περιοδικού («Θέματα»). Η μετά δύο φύλλα για την πρώτη και τρία τεύχη για το δεύτερο εκπνοή τής εκδοτικής δραστηριότητας δεν μπορούσε να θεωρηθεί θετικό αποτέλεσμα. Τώρα όμως το περιοδικό μας «Φωτοχώρος» είναι στο κατώφλι των ένδεκα τευχών. Αν σ' αυτό προστεθεί και η εφημερίδα «Φωτογραφικός Κύκλος», που σταμάτησε μετά έξη φύλλα, η κατάσταση δείχνει να βελτιώνεται.

Η εκθεσιακή μας δραστηριότητα υπήρξε πάντοτε συνεχής και έντονη, χωρίς όμως να φθάσει ευτυχώς σε επίπεδο αυτοσκοπού. Οι ατομικές εκθέσεις στον «Φωτοχώρο», το μικρό μας καφενείο-γκαλερί, ξεπερνούν τις δεκαπέντε ετησίως, ενώ και πάρα πολλές άλλες διοργανώνονται σε γκαλερί με πρωτοβουλία τού κάθε μέλους ή σε εναλλακτικούς χώρους, όποτε οι χώροι αυτοί μάς το ζητούν. Οι μεγάλες ομαδικές εκθέσεις τού «Κύκλου» στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη έχουν εντυπωσιάσει όχι μόνον για την ποιότητα των φωτογραφιών τους (τουλάχιστον τους καλόπιστους θεατές), αλλά και με τον όγκο τους. Το τελευταίο βρήκε αρκετούς επικριτές, ακόμα και μέσα από τα μέλη τού «Κύκλου» και τους εκθέτες. Αντιπαρέρχομαι ως εξ ορισμού αστήρικτο το επιχείρημα ότι δεν προλαβαίνει κανείς να τις δει σε μιαν επίσκεψη, μια και η εύλογη και αυτόματη απάντηση θα ήταν να επανέλθει, αφού μάλιστα οι εκθέσεις γίνονται πάντοτε στο κέντρο των πόλεων. Ας αντιπαρέλθουμε επίσης το γεγονός ότι μια τέτοια μομφή θα συμπαρέσερνε και όλα τα σημαντικά μουσεία τού κόσμου, των οποίων το επίπεδο των συλλογών απαιτεί προφανώς περισσότερη ταλαιπωρία από την απόλαυση ή απόρριψη μερικών φωτογραφιών. Άλλωστε, η φύση τού φωτογραφικού μέσου δεν ταιριάζει με την επί πολλά λεπτά ενατένιση κάθε φωτογραφίας. Αυτό όμως που οι εν λόγω επικριτές λησμονούν είναι την ομαδική φύση τού «Κύκλου» και τη δυναμική αυτού τού όγκου. Όταν μάλιστα μερικοί προτείνουν την έκθεση μονού αριθμού φωτογράφων, ή, όπως λένε, των αρίστων, είναι προφανές ότι θεωρούν πως στον αριθμό αυτόν συγκαταλέγεται και ο εαυτός τους, και ότι οι πάντες συμφωνούμε για το ποιοι είναι αυτοί οι άριστοι, πράγμα ευτυχώς αναληθές. Έτσι, προσωπικά προτιμώ να δείχνουμε τον μεγαλύτερο αριθμό φωτογράφων, που ο εκάστοτε χώρος επιτρέπει, προσφέροντας χαρά σε περισσότερους φωτογράφους, αλλά και σε εκείνους τους θεατές που διψούν να δουν περισσότερη παρά λιγότερη φωτογραφία και να κρίνουν με τα δικά τους κριτήρια απορρίπτοντας ή αποδεχόμενοι. Λυπάμαι μόνον που στη διαδικασία αυτής τής επιλογής θα υπάρξουν πάντοτε και μερικοί πικραμένοι, που δεν μπορούν να συμμετάσχουν, παρά την αγάπη που έχουν δείξει και για τη φωτογραφία και για τον «Κύκλο».

Αν ερωτηθεί κανείς από μάς τι πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια ο «Φωτογραφικός Κύκλος», μπορεί να απαντήσει χωρίς στόμφο, αλλά με ικανοποίηση, ότι βοήθησε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο και αρκετά καλλιεργημένο κοινό φωτογραφίας στην Ελλάδα, ότι κράτησε μέσα στη φωτογραφία άτομα με καλλιτεχνική ευαισθησία, των οποίων η ανασφάλεια (ισχυρότερη τής επιμονής τους) θα τους είχε απομακρύνει, ότι δημιούργησε κίνητρα και ευκαιρίες για νέες φωτογραφίες και ευρύτερη προβολή τους, ότι συνέβαλε στη βελτίωση τού πνευματικού και φωτογραφικού επιπέδου όλων των μελών του και τέλος, αλλά και το κυριότερο, ότι δημιούργησε, διαφύλαξε και διατήρησε έναν χώρο όπου η καλλιτεχνική και ανθρώπινη ποιότητα αποτελούν τον βασικό στόχο. Αν πάλι ερωτηθεί τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον, μπορεί να απαντήσει ότι όλους μάς απασχολεί η διατήρηση τού στόχου τής ποιότητας με άνοδο τού επιπέδου της, ότι επιθυμούμε την επικοινωνία με φωτογράφους τού εξωτερικού, των οποίων το έργο αγαπούμε και θαυμάζουμε, και, τέλος, ότι θα θέλαμε να αντέξει, να πυκνώσει και να βελτιωθεί η εκδοτική μας παρουσία.

Ο Φωτογραφικός Κύκλος έχει για σκοπό την προώθηση της τέχνης της φωτογραφίας, τη δημιουργία καλλιεργημένου φωτογραφικού κοινού, την καλλιτεχνική καλλιέργεια των μελών του και την ενίσχυση του καλλιτεχνικού τους έργου.