ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΚΥΚΛΟΣ

Κατάλογος έκθεσης

"Δέκα χρόνια Κύκλος"

Σπίτι τής Κύπρου, 1998

Σελίδες 80

Διαστάσεις 19Χ19

Πρόλογος

Από τον Πλάτωνα Ριβέλλη

Δέκα χρόνια «Κύκλος»

 

Όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια εγκατέλειψα την άσκηση τής δικηγορίας και άρχισα να ασχολούμαι σοβαρά και αποκλειστικά με τη φωτογραφία, δεν μπορούσα να φανταστώ τη συνέχεια, ούτε σαν περιεχόμενο ούτε σαν ταχύτητα εξελίξεων. Μέσα στα πέντε επόμενα χρόνια, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου και τις ικανότητές μου ως φωτογράφου, εκδότη, καταστηματάρχη, συγγραφέα και δασκάλου, κατέληξα οτι το πιο ενδιαφέρον και το πιο σημαντικό από όσα με είχαν απασχολήσει στον νέο χώρο ενδιαφερόντων μου ήταν η διδασκαλία τής φωτογραφίας. Όλα τα υπόλοιπα, αν και όχι αμελητέα, λειτουργούσαν περισσότερο σαν πλαίσιο και ενίσχυση αυτής. Μόνο που η δουλειά ενός δασκάλου καλλιτεχνικής φωτογραφίας, που ήταν το περιεχόμενο τού μαθήματός μου, αφού αυτό μόνο με ενδιέφερε και αυτό μόνο γνώριζα, δεν μπορούσε να τελειώνει στην παρουσίαση γενικών αρχών, ούτε αποκλειστική μου ικανοποίηση μπορούσε να είναι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός τών εναλλασσόμενων μαθητών.

Κάνοντας τότε μια μικρή ανασκόπηση διαπίστωσα με παράπονο ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές μου τών περασμένων χρόνων, ακόμα και εκείνοι τους οποίους θεωρούσα πολύ ικανούς, είχαν απομακρυνθεί από τη φωτογραφία. Σκέφτηκα επομένως ότι αυτό που χρειάζεται ο νέος φωτογράφος (νέος στη φωτογραφία, όχι αναγκαστικά στην ηλικία) είναι μια συμπαράσταση. Η φωτογραφία είναι εύκολη και όχι απρόσιτη για τον κόσμο. Γι αυτό όμως γίνεται ιδιαίτερα άχαρη, ή και σκληρή ακόμα, όταν κάποιος ανακαλύψει τις δυσκολίες της και όταν μάλιστα ο περίγυρός του αδυνατεί πλέον να τον παρακολουθήσει.

Τι όμως είναι αυτό που απαιτείται για τη συμπαράσταση σε έναν νέο καλλιτέχνη τής φωτογραφίας; Και εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η λέξη «καλλιτέχνης» δεν χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην ποιότητα, αλλά στην σοβαρότητα με την οποία κάποιος αντιμετωπίζει τη φωτογραφία. Από την προσωπική μου πείρα ως δασκάλου και φωτογράφου είχα καταλάβει ότι υπάρχουν παράγοντες υλικοί και ηθικοί που θα ήταν, όχι βέβαια απαραίτητοι για τη στήριξη ενός φωτογράφου, αλλά πάντως χρήσιμοι. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται ένας καλά οργανωμένος θάλαμος (πράγμα σχετικά προσιτό για τους περισσότερους) και μια πλήρης και άριστα ενημερωμένη βιβλιοθήκη (πράγμα σχεδόν απρόσιτο για έναν άνθρωπο μόνο του). Οι δικές μου γνώσεις στηρίχτηκαν κυρίως στα βιβλία. Από αυτά έμαθα και μαθαίνω φωτογραφία και μάλιστα, όπως είναι νομίζω φυσικό, λιγότερο διαβάζοντας και περισσότερο βλέποντας. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγεται κυρίως η ανάγκη διαρκούς κριτικής και συζήτησης γύρω από τη φωτογραφία, μέσα βέβαια στο πλαίσιο ενός αποδεκτού στόχου και διαλόγου. Υπάγεται επίσης η ανάγκη για τη δημιουργία κινήτρων, που θα δώσουν την ευκαιρία στον δημιουργό να ξεπεράσει τις καλλιτεχνικές αναστολές του μέσα από την επιθυμία του να υπηρετήσει τον συγκεκριμένο κάθε φορά στόχο.

Αυτά όμως τα καθαρώς φωτογραφικά ελατήρια, αν και αρκετά για να με κάνουν να αποφασίσω την ίδρυση ενός ειδικευμένου χώρου, ενισχύθηκαν από άλλες δύο διαπιστώσεις: αφενός την ανάγκη που έχουν (μερικοί, όχι όλοι) να μην νιώθουν μόνοι με τις καλλιτεχνικές τους σκέψεις και ανησυχίες, που δεν μετρούν με την ίδια βαρύτητα για τον υπόλοιπο κόσμο, και αφετέρου τη σημασία που έχει στη σημερινή κοινωνία η ύπαρξη μικρών πυρήνων συγκέντρωσης ανθρώπων με κοινές ιδέες και ελπίδες, που δεν είναι αναγκαστικά αυτές που προβάλλονται από το σύνολο τής κοινωνίας. Οι μικροί αυτοί πόλοι υγιούς, θα έλεγα, αντίστασης στην ισοπέδωση που επιφέρουν οι άνωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενοι ως αυτονόητοι και μοναδικοί στόχοι, με την συνήθως μονοσήμαντη και ωφελιμιστική τους διάσταση, αποτελούν σχεδόν την μόνη δυνατή και αποτελεσματική πολιτική πράξη.

Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν, την άνοιξη τού 1988, στη σύσταση ενός Σωματείου ύστερα από πρωτοβουλία δική μου και σε συνεργασία με μερικούς μαθητές μου, με έδρα το ισόγειο τής οδού Τσακάλωφ 44 και επωνυμία «Φωτογραφικός Κύκλος». Η λέξη «Φωτοχώρος», τής οποίας η πατρότητα οφείλεται από το 1984 στον φίλο μου Χρίστο Ζουράρι και την οποία είχαμε χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά βαφτίζοντας το κατάστημα φωτογραφικών ειδών που λειτούργησε στην ίδια διεύθυνση από το 1984 μέχρι το 1990, δεν προτιμήθηκε, επειδή δεν θέλαμε να δημιουργηθεί σύγχυση ανάμεσα στο τότε γνωστό εμπορικό μαγαζί μας και στο νεότευκτο σωματείο. Άλλωστε, η λέξη «Κύκλος» συμβόλιζε και την έννοια τής παρέας, έννοια που θέλαμε να τονίσουμε, πέραν τού ότι παρέπεμπε και στον «φαύλο» γεννώντας ποικίλους συνειρμούς. Όσο για το όνομα Quark, που προέκυψε από τις επιστημονικο-καλλιτεχνικές συζητήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη κατά τη δεκαετία τού '70 και που χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος τής αίθουσας στην οδόν Αραχώβης 22, όπου παρέδιδα τα σεμινάριά μου από το 1981 μέχρι το 1988, έπρεπε να εγκαταλειφθεί ως δυσνόητο, ξενόγλωσσο, αλλά και για να τονισθεί η αλλαγή πλεύσης με την ίδρυση τού «Κύκλου».

Ο αρχικός ενθουσιασμός μάς παρέσυρε, όπως ήταν φυσικό, σε μερικά σφάλματα, κυριότερο τών οποίων ήταν η επιθυμία μας να μετρούμε την επιτυχία τού «Κύκλου» με την αύξηση τών μελών του. Σιγά-σιγά όμως καταλάβαμε ότι το σημαντικό είναι μια κοινή γλώσσα, ένα κοινό ήθος και ενδεχομένως μια κοινή άποψη, που θα συνδέουν τα μέλη μεταξύ τους, μια και δεν μπορεί να αναπτυχθεί, από τη φύση τών σκοπών τού Σωματείου, ένας δεσμός πάνω σε μετρήσιμα κοινά υλικά συμφέροντα. Αυτό έγινε εν τέλει δυνατό και οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα περισσότερα μέλη τού «Κύκλου» ξεκινούν τη συμμετοχή τους σ' αυτόν από ένα τετράμηνο βασικό σεμινάριο εισαγωγής στην καλλιτεχνική φωτογραφία, που παραδίδω ο ίδιος. Αυτό, αν δεν εξασφαλίζει κοινές απόψεις, διευκολύνει πάντως την αμοιβαία κατανόηση και τη χρήση κοινής διαλέκτου, έστω και για να οροθετήσουμε τις διαφωνίες μας. Θεωρώ πάντως άδικο και αυθαίρετο να χαρακτηρίζονται όλα τα μέλη τού «Κύκλου» δια παντός μαθητές μου, μόνο και μόνο επειδή κάποτε υπέστησαν τη διδασκαλία μου επί ένα τετράμηνο μέσα σε δέκα χρόνια, όπως επίσης να θεωρείται ο «Κύκλος» σχολείο ή συνάθροιση μαθητών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο διάστημα τών τελευταίων δεκαεπτά χρόνων δίδαξα στο πλαίσιο τών σεμιναρίων μου σε σχολεία, Πανεπιστήμια και ιδιωτικά τμήματα μερικές χιλιάδες μαθητών, ενώ τα μέλη τού «Κύκλου» σήμερα δεν ξεπερνούν τα διακόσια τριάντα.

Αυτό τελικά που πρότεινε ο «Κύκλος» ήταν μια ιδιότυπη σύνθεση δραστηριοτήτων και προσφορών, τέτοια που δυσκολεύει τον ακριβή χαρακτηρισμό του. Σεμινάρια, συναντήσεις, διαλέξεις, προβολές, βιβλιοθήκη, σκοτεινός θάλαμος, εκδόσεις και εκθέσεις. Αρχικά πίστεψα ότι πολλοί φωτογράφοι και δάσκαλοι θα γινόντουσαν μέλη, έστω (και δεν είναι λίγο) για τη χρήση τής σημαντικής βιβλιοθήκης και για την περιέργεια να παρακολουθούν τη δουλειά πολλών νέων φωτογράφων. Η ελπίδα μου αυτή διαψεύστηκε, με αρκετή έκπληξή μου είναι αλήθεια, αλλά πιθανόν αυτό να ήταν τελικά πιο σωστό και πιο ωφέλιμο. Άλλωστε ο «Κύκλος» έπρεπε κατά την άποψή μου να έχει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης παρέας. Σήμερα μπορώ να πω ότι υπάρχει μεγάλη συγγένεια και συνάφεια μεταξύ τών μελών και γι' αυτό ο «Κύκλος» έχει «χαρακτήρα» και «κατεύθυνση». Για πολλούς «εξωκυκλικούς» το γεγονός αυτό είναι αρνητικό και το εκλαμβάνουν ως ομοιομορφία ή, ακόμα χειρότερα, ως ισοπέδωση. Έχω συχνά φέρει σαν παράδειγμα την πολιτική τής καθολικής εκκλησίας σε σχέση με τα μοναχικά τάγματα. Εκεί όλοι υπηρετούν τον Θεό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ο χαρακτήρας και οι πεποιθήσεις ενός φραγκισκανού, ενός ιησουίτη και ενός τραπιστή μπορούν εύκολα να συνυπάρξουν και να αποδώσουν έργο κάτω από την ίδια στέγη. Για τον λόγο αυτόν υπάρχουν και αναπτύσσονται πολλές απόψεις σε διαφορετικές ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες εργάζεται αρμονικά, επειδή τα μέλη που την συναπαρτίζουν συμφωνούν σε έναν βασικό αριθμό κοινώς αποδεκτών μεθόδων και αντιλήψεων.

Είναι όμως γεγονός ότι οι Έλληνες δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια τής λέσχης, τής ομάδας που υπάρχει λόγω γενικών επιλογών και όχι συμφερόντων. Πολύ ευκολότερα ένας Έλληνας θα αντιλαμβανόταν την ανάγκη μιας συνδικαλιστικής ή αθλητικής ομάδας, ή την ύπαρξη ενός κόμματος, όπου ο ορατός κοινός σκοπός θα εξασφάλιζε τις απαραίτητες για την ύπαρξή τους ισορροπίες, και πολύ δύσκολα την ανάγκη για μια ομάδα, τής οποίας η ύπαρξη θα ήταν και ο τελικός σκοπός. Ο «Κύκλος» δηλαδή δεν υπάρχει για να εκπληρώσει ένα έργο επί τής γης ή για να εξασφαλίσει την ευημερία τών μελών του, τα οποία θεωρητικώς θα μπορούσαν και από μόνα τους να κάνουν ό,τι κάνουν εντός «Κύκλου». Υπάρχει γιατί υπόσχεται και εξασφαλίζει στα μέλη του κάτι που είναι αναγκαίο μόνον στον βαθμό που κάποιος αισθάνεται την έλλειψή του: Μια κοινή ποιότητα, μια συντροφικότητα, μιαν ανταλλαγή, μιαν αλληλοεκτίμηση και αλληλοσυμπάθεια. Αυτά για μερικούς διευκολύνουν το έδαφος τής δημιουργίας και γι' αυτό τα αποζητούν, ιδιαιτέρως μάλιστα στην εποχή μας, όπου επικρατεί μια γενική σύγχυση κάτω από έναν ασφυκτικό μανδύα ωφελιμισμού και αποτελεσματικότητας. Όταν ως καλλιτέχνης πρεσβεύεις τη γοητεία τού άχρηστου, έχεις συνήθως την επιθυμία να βρεις και άλλους για να την μοιραστείς. Η εποχή μας βέβαια δεν έχει ανάγκη καλλιτεχνικών ομάδων που προσπαθούν να επιβάλλουν με μαχητικό τρόπο καλλιτεχνικές απόψεις δήθεν αλάνθαστες, όπως συνέβη στον μεσοπόλεμο με πολλά γνωστά και σημαντικά κινήματα. Οτιδήποτε όμως δίνει απάντηση στην απομόνωση και στον ατομικό ανταγωνισμό είναι αναγκαίο και ευπρόσδεκτο. Και ο «Κύκλος» καλύπτει εν μέρει αυτήν την ανάγκη.

Τα χαρακτηριστικά, ή, αν προτιμάτε, το «προφίλ», τών μελών τού «Κύκλου» άρχισαν με τον καιρό να διαμορφώνονται μέσα από το είδος τής φωτογραφίας τους και από τον τρόπο τής καλλιτεχνικής συμπεριφοράς τους. Αυτό δεν έγινε με κάποια αυταρχική απόφαση, αλλά σταδιακά μέσα από τις συζητήσεις και τις έσωθεν επιλογές. Δεν υπάρχει δηλαδή μια εκ τών προτέρων επιλογή μελών βάσει κριτηρίων. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει μέλος τού «Κύκλου», αρκεί να το επιθυμεί και να καταβάλει την ετήσια εισφορά. Μόνο που αφού βρεθεί μέσα στον «Κύκλο», αν διαπιστώσει ότι η φωτογραφία που ο ίδιος κάνει δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τών υπολοίπων (η γνώμη τών οποίων εκφράζεται μέσα από οργανωμένες ή τυχαίες συναντήσεις), ή ότι ο ίδιος δεν εκτιμά το έργο τών άλλων, είναι λογικό και αναμενόμενο να αποχωρήσει. Πράγματι, μελετώντας τον κατάλογο τών πρώην μελών τού «Κύκλου» διαπίστωσα τρεις κατηγορίες αποχωρησάντων. Την πρώτη και μεγαλύτερη απαρτίζουν όσοι ήρθαν, χάρηκαν, συμφώνησαν, αλλά εγκατέλειψαν τη «μαχόμενη» καλλιτεχνική φωτογραφία. Γι αυτούς ο «Κύκλος» υπήρξε μια χρήσιμη και ευχάριστη παρένθεση, χωρίς από κει και πέρα να μπορεί να τους προσφέρει κάτι περισσότερο, μια και έπαψαν να ασχολούνται σοβαρά με τη φωτογραφία. Η δεύτερη αριθμεί πολύ λιγότερους. Πρόκειται για εκείνους που οδηγήθηκαν σε ένα είδος φωτογραφίας πολύ μακριά από την αισθητική άποψη τού «Κύκλου». Και η τρίτη, και χαρακτηριστικά πιο ενδιαφέρουσα, περιλαμβάνει επίσης λίγους, εκείνους που πέτυχαν κάπως σε έναν χώρο εφαρμοσμένης εμπορικής φωτογραφίας. Εννοώ φυσικά κυρίως τον χώρο τών περιοδικών, όπου και η πρόσβαση είναι ευκολότερη και η φωτογραφία πλησιέστερη (στην εξωτερική της μόνον μορφή) με το μεγαλύτερο μέρος τής φωτογραφίας, που έβλεπαν και έκαναν στον «Κύκλο». Δεν πρόκειται φυσικά για όλους τους «επαγγελματίες», αρκετοί από τους οποίους παραμένουν στον «Κύκλο» χάριν τής προσωπικής τους δουλειάς, αλλά για εκείνους για τους οποίους- τουλάχιστον έτσι υποθέτω - η επαγγελματική επιτυχία στάθηκε ηθικά πιο σημαντική και τους απορρόφησε τον χρόνο, αλλά και την αντοχή να υποβάλουν σε συνεχή κρίση και αμφισβήτηση τη δουλειά τους. Δεν πρέπει βέβαια να παραλείψω μιαν αυτονόητη τέταρτη κατηγορία μελών, που, χωρίς να εμπίπτουν σε καμιά από τις προηγούμενες, αποχώρησαν, είτε λόγω προσωπικών διαφωνιών είτε λόγω αδυναμίας τους να λειτουργήσουν σε πολυπληθείς παρέες.

Η φιλοσοφία τού «Κύκλου» και ο κορμός τών απόψεών του διαμορφώθηκε πρωτίστως από μένα που υπήρξα και ο ιδρυτής και ο δάσκαλος, και ο γηραιότερος όλων τών υπολοίπων, αλλά επηρεάστηκε σημαντικά από όλα τα μέλη, τα οποία επέδρασαν σταδιακά και στις επιλογές και πάνω στις δικές μου ιδέες. Πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι μου δάσκαλοι, πέρα φυσικά από τα βιβλία, υπήρξαν οι μαθητές μου. Και νομίζω ότι τόσο οι απόψεις μου, όσο και η διδασκαλία μου, υπέστησαν πολλές διορθώσεις πορείας τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν βέβαια παράλογο να συμβεί το ίδιο και με τις βασικές κατευθύνσεις, αφού αυτές στηρίζονται σε γενικότερες αισθητικές και ηθικές απόψεις, που ούτε εύκολα, ούτε σε ώριμη ηλικία μπορούν να αλλάξουν, τουλάχιστον χωρίς να συμπαρασύρουν και άλλα ζωτικά στηρίγματα. Ένα σκιαγράφημα τών απόψεων αυτών αποτέλεσε περιεχόμενο ενός μικρού μανιφέστου που δημοσιεύσαμε πριν από δύο χρόνια, για να δείξουμε ότι ο «Κύκλος» έχει κάποιες αρχές και δεν αποτελεί συνονθύλευμα διαφορών, αλλά και για να τονίσουμε ότι οι αρχές αυτές είναι πολύ γενικές και όχι αμετακίνητες. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι τα περισσότερα μέλη τις ασπάζονται.

Οι δραστηριότητες τού «Κύκλου» κινούνται γύρω από τη φιλοσοφία του. Το βασικό σεμινάριο αποτελεί την εισαγωγή, τη βάση, από την οποία ξεκινάει η εκμετάλλευση τών δυνατοτήτων που προσφέρει ο «Κύκλος». Μετά από αυτό μπορεί κανείς να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει καλύτερα τη βιβλιοθήκη του. Μια βιβλιοθήκη που αριθμεί περί τα τρεις χιλιάδες φωτογραφικά βιβλία και που ενημερώνεται συνεχώς με τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν διεθνώς, με ένα πολύ υψηλό ετήσιο κόστος ενημέρωσης. Από το σεμινάριο όμως ξεκινάει και η διαμόρφωση μιας γλώσσας συνεννόησης μεταξύ μας, την οποία χρησιμοποιούμε για την μετέπειτα κριτική και επικοινωνία. Το σεμινάριο αυτό ακολουθείται από περισσότερα και μικρότερα σε διάρκεια σεμινάρια, που έχουν ως στόχο τη διατήρηση και καλλιέργεια τών μελών στη φωτογραφική πρακτική, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν την ενημέρωσή τους σε νέες ιδέες και απόψεις. Τέτοια σεμινάρια είναι: Tο «σεμινάριο παλαιών» που γίνεται μια Παρασκευή κάθε μήνα, όπου συζητιούνται portfolios και παρουσιάζεται η δουλειά νέων αλλοδαπών φωτογράφων ή προσεγγίζονται νέα καλλιτεχνικά θέματα. Το «σεμινάριο τής Πάρου», όπου σε ατμόσφαιρα ευχάριστη αν και πιεστική, γίνεται καθημερινή φωτογράφιση και κριτική επί δεκατρείς ημέρες, με παράλληλη προβολή και συζήτηση ταινιών πάνω σε θέματα που σχετίζονται με διαφόρους καλλιτεχνικούς χώρους. Το «σεμινάριο τής Τοσκάνης», όπου επί δεκαπέντε μέρες επιδιώκεται, παράλληλα με την καθημερινή φωτογράφιση και κριτική, η καλλιέργεια και η έμπνευση που αυτοί οι φορτισμένοι από την Αναγέννηση χώροι μπορούν να προσφέρουν.

Μεγάλη υπήρξε και η ικανοποίησή μου βλέποντας πολλούς από τους πρώην μαθητές μου και μέλη τού «Κύκλου» να διδάσκουν και αυτοί με τη σειρά τους σε άλλα σεμινάρια και σχολές. Η Γκλόρυ Ροζάκη, ο Πάνος Κοκκινιάς, ο Χρήστος Κοψαχείλης, ο Νίκος Ανδρικόπουλος, ο Νίκος Δημολίτσας, ο Μιχάλης Πολιτόπουλος, η Δήμητρα Σταυροπούλου, ο Σταμάτης Λαγάνης, ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος, ο Σταμάτης Αρναούτης και σίγουρα αρκετοί ακόμα, τών οποίων τα ονόματα δεν μού έρχονται τώρα στο νου, βοηθούν με τη διδασκαλία τους να γίνει κατανοητή και αγαπητή η καλλιτεχνική φωτογραφία.

Πέραν όμως από τα σεμινάρια σημαντικότατο ρόλο στην επικοινωνία μέσα στον «Κύκλο» παίζουν οι «Πέμπτες», όταν δηλαδή κάθε βδομάδα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός μελών για να δει και να συζητήσει τη δουλειά άλλων φωτογράφων-μελών ή και τρίτων ελλήνων ή αλλοδαπών προσκεκλημένων φωτογράφων. Τις μέρες αυτές έχουν μερικές φορές πραγματοποιηθεί και διαλέξεις πάνω σε διάφορα εκτός φωτογραφίας θέματα που είναι λογικό και σωστό να απασχολούν τους νέους καλλιτέχνες. Η επικοινωνία όμως και η ανταλλαγή απόψεων είναι συνεχής στον «Κύκλο», αφού εκεί στηρίζεται και η δικαίωση τής ύπαρξής του. Έτσι, στο καφενείο του ή στη βιβλιοθήκη του συνεχώς θα συναντήσει κανείς φωτογράφους να δείχνουν φωτογραφίες τους ο ένας στον άλλον και να συζητούν για διάφορες φωτογραφικές απόψεις τους.

Εκείνο βέβαια που όλοι γνωρίζουμε, αλλά που γίνεται οδυνηρά αντιληπτό από κάποιον που διδάσκει, είναι η έλλειψη μιας οποιασδήποτε καλλιτεχνικής καλλιέργειας και επαφής με το καλλιτεχνικό γεγονός (τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία τών περιπτώσεων) λόγω σχετικής αδυναμίας ή αδιαφορίας τού σχολικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος. Την έλλειψη αυτή προσπαθούμε να καλύψουμε στον «Κύκλο» με οργάνωση σεμιναρίων και διαλέξεων που έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία τής Τέχνης, τη Μουσική κ.α. ή και με την οργάνωση προβολών με ταινίες που έχουν για περιεχόμενο σημαντικά κινηματογραφικά ή μουσικά έργα και συνεντεύξεις ή παρουσιάσεις διασήμων καλλιτεχνών.

Ο εξοπλισμός τού «Κύκλου» προσπάθησε πάντοτε να υπηρετεί την άνεση και την ποιότητα. Εξίσου καλοί φωτογράφοι θα μπορούσαν να γεννηθούν χωρίς κλιματισμό ή μοκέτα. Εν τούτοις πιστεύουμε ότι η αναζήτηση τής ποιότητας είναι καλό να καλύπτει κάθε πλευρά και να σε προστατεύει έστω και από τον πειρασμό τής κυρίαρχης «μιζέριας». Τα καλά μηχανήματα εκτύπωσης και αντιγραφής και τα πιο σύγχρονα μηχανήματα για την προβολή ταινιών, φωτογραφιών ή αρνητικών κάνουν τους φωτογράφους-μέλη να σέβονται και να εκτιμούν περισσότερο τον χώρο τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δέκα αυτά χρόνια δεν έχουμε να αναφέρουμε κανένα δείγμα βανδαλισμού ή κλοπής, ενώ όλα τα ακριβά αυτά μηχανήματα βρίσκονται ελεύθερα για την χρήση των μελών.

Η αγάπη για τα βιβλία προδίδει και την ανάγκη μας να καταθέτουμε συνεχώς τις μικρές μας προσπάθειες σε εκδόσεις και δημοσιεύσεις. Παράλληλα, η ανάγκη τής διδασκαλίας μου με οδήγησε, λόγω ανυπαρξίας σχετικής θεωρητικής βιβλιογραφίας στα ελληνικά, να συγγράψω βιβλία για την τεχνική, την αισθητική και την ιστορία τής φωτογραφίας. Η συνολική εκδοτική μας δραστηριότητα, που ξεπέρασε ήδη τα πενήντα βιβλία, στεγάστηκε κάτω από μια επιχείρηση με το όνομα «Φωτοχώρος», που περιλαμβάνει και το περιοδικό μας με το ίδιο όνομα, και την γκαλερί-καφενείο. Έτσι δεν υποχρεώθηκε στη λήθη το όνομα αυτό, που για πολλούς είναι συνώνυμο τού «Φωτογραφικού Κύκλου».

Η έκδοση ενός περιοδικού εντύπου αποτέλεσε πάντοτε προσωπική μου ανάγκη. Το περιοδικό, κάθε περιοδικό, επιτυγχάνει μιαν ιδιότυπη επικοινωνία. Άλλωστε το παρελθόν μου κάτι τέτοιο προμήνυε, αφού στο δημοτικό είχα επιχειρήσει την έκδοση μιας μαθητικής εφημερίδας («Μαθητική Σάλπιγξ» !) και στο Πανεπιστήμιο ενός φοιτητικού περιοδικού («Θέματα»). Η μετά δύο φύλλα για την πρώτη και τρία τεύχη για το δεύτερο εκπνοή τής εκδοτικής δραστηριότητας δεν εκόμιζε αισιόδοξα μηνύματα, αλλά αυτή τη φορά το περιοδικό μας «Φωτοχώρος» είναι στο κατώφλι τών ένδεκα τευχών. Αν σ' αυτό προστεθεί και η εφημερίδα «Φωτογραφικός Κύκλος», που σταμάτησε μετά έξη φύλλα, η κατάσταση δείχνει να βελτιώνεται.

Η εκθεσιακή μας δραστηριότητα υπήρξε πάντοτε συνεχής και έντονη, χωρίς όμως να φθάσει ευτυχώς σε επίπεδο αυτοσκοπού. Οι ατομικές εκθέσεις στον «Φωτοχώρο», το μικρό μας καφενείο-γκαλερί, ξεπερνούν τις δεκαπέντε ετησίως, ενώ και πάρα πολλές άλλες διοργανώνονται σε γκαλερί με πρωτοβουλία τού κάθε μέλους ή σε εναλλακτικούς χώρους, όποτε οι χώροι αυτοί μάς το ζητούν. Οι μεγάλες ομαδικές εκθέσεις τού «Κύκλου» στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη έχουν εντυπωσιάσει όχι μόνον για την ποιότητα τών φωτογραφιών τους (τουλάχιστον τους καλόπιστους θεατές), αλλά και με τον όγκο τους. Το τελευταίο βρήκε αρκετούς επικριτές, ακόμα και μέσα από τα μέλη τού «Κύκλου» και τους εκθέτες. Αντιπαρέρχομαι ως εξ ορισμού αστήρικτο το επιχείρημα ότι δεν προλαβαίνει κανείς να τις δει σε μιαν επίσκεψη, μια και η εύλογη και αυτόματη απάντηση θα ήταν να επανέλθει, αφού μάλιστα οι εκθέσεις γίνονται πάντοτε στο κέντρο τών πόλεων. Ας αντιπαρέλθουμε επίσης το γεγονός ότι μια τέτοια μομφή θα συμπαρέσερνε και όλα τα σημαντικά μουσεία τού κόσμου, τών οποίων το επίπεδο τών συλλογών απαιτεί προφανώς περισσότερη ταλαιπωρία από την απόλαυση ή απόρριψη μερικών φωτογραφιών. Άλλωστε, η φύση τού φωτογραφικού μέσου δεν συνάδει στην επί πολλά λεπτά ενατένιση κάθε φωτογραφίας. Αυτό όμως που οι εν λόγω επικριτές λησμονούν είναι την ομαδική φύση τού «Κύκλου» και τη δυναμική αυτού τού όγκου. Όταν μάλιστα μερικοί προτείνουν την έκθεση μονού αριθμού φωτογράφων, ή, όπως λένε, τών αρίστων, είναι προφανές ότι θεωρούν πως στον αριθμό αυτόν συγκαταλέγεται και ο εαυτός τους, και ότι οι πάντες συμφωνούμε για το ποιοι είναι αυτοί οι άριστοι, πράγμα ευτυχώς αναληθές. Έτσι, προσωπικώς προτιμώ να δείχνουμε τον μεγαλύτερο αριθμό φωτογράφων, που ο εκάστοτε χώρος επιτρέπει, προσφέροντας χαρά σε περισσότερους φωτογράφους, αλλά και σε εκείνους τους θεατές που διψούν να δουν περισσότερη παρά λιγότερη φωτογραφία και να κρίνουν με τα δικά τους κριτήρια απορρίπτοντας ή αποδεχόμενοι. Λυπάμαι μόνον που στη διαδικασία αυτής τής επιλογής θα υπάρξουν πάντοτε και μερικοί πικραμένοι, που δεν μπορούν να συμμετάσχουν, παρά την αγάπη που έχουν δείξει και για τη φωτογραφία και για τον «Κύκλο».

Αν ερωτηθεί κανείς από μάς τι πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια ο «Φωτογραφικός Κύκλος», μπορεί να απαντήσει χωρίς στόμφο, αλλά με ικανοποίηση, ότι βοήθησε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο και αρκετά καλλιεργημένο κοινό φωτογραφίας στην Ελλάδα, ότι κράτησε μέσα στη φωτογραφία άτομα με καλλιτεχνική ευαισθησία, τών οποίων η ανασφάλεια (ισχυρότερη τής επιμονής τους) θα τους είχε απομακρύνει, ότι δημιούργησε κίνητρα και ευκαιρίες για νέες φωτογραφίες και ευρύτερη προβολή τους, ότι συνέβαλε στη βελτίωση τού πνευματικού και φωτογραφικού επιπέδου όλων τών μελών του και τέλος, αλλά και το κυριότερο, ότι δημιούργησε, προφύλαξε και διατήρησε έναν χώρο όπου η καλλιτεχνική και ανθρώπινη ποιότητα αποτελούν τον βασικό στόχο. Αν πάλι ερωτηθεί τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον, μπορεί να απαντήσει ότι όλους μάς απασχολεί η διατήρηση τού στόχου τής ποιότητας με άνοδο τού επιπέδου της, ότι επιθυμούμε την επικοινωνία με φωτογράφους τού εξωτερικού, τών οποίων το έργο αγαπούμε και θαυμάζουμε, και, τέλος, ότι θα θέλαμε να αντέξει, να πυκνώσει και να βελτιωθεί η εκδοτική μας παρουσία.

Ο Φωτογραφικός Κύκλος έχει για σκοπό την προώθηση της τέχνης της φωτογραφίας, τη δημιουργία καλλιεργημένου φωτογραφικού κοινού, την καλλιτεχνική καλλιέργεια των μελών του και την ενίσχυση του καλλιτεχνικού τους έργου.